Σήμερα ζούμε "κατάθλιψη, οικονομική και ψυχολογική, και θυμό", επισημαίνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών
Την ανάγκη να συνασπιστούν οι πολιτικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη και να πιέσουν το πολιτικό σύστημα να δημιουργήσει μια νέα συμφωνία υπογράμμισε σε σημερινή ομιλία του ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης.
Ο Γ. Βαρουφάκης ήταν προσκεκλημένος ομιλητής της Διεθνούς Συνάντησης Περιοδικών Δρόμου, που άνοιξε σήμερα τις εργασίες της και θα διαρκέσει ως την ερχόμενη Πέμπτη.
Αναφερόμενος στις περσινές διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα, ο κ. Βαρουφάκης επεσήμανε ότι «πέρυσι επαναφέραμε την ελπίδα». «Ήμουν υπουργός Οικονομικών, που ποτέ δεν έδωσα ένα ευρώ σε κανέναν, δεν είχα τη δυνατότητα να αυξήσω τις συντάξεις ή οτιδήποτε άλλο. Αντίθετα προσπαθούσα να κόψω όσα περισσότερα μπορούσα, όχι από τις συντάξεις, αλλά από τα έξοδα του κράτους. Περπατούσαμε στους δρόμους και είχαμε σχεδόν καθολική αποδοχή για έναν πολύ απλό λόγο, ότι αποκαταστήσαμε την αξιοπρέπεια στον ελληνικό λαό και την ελπίδα με το να λέμε στους δανειστές ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί».
Στη συνέχεια, κατά τον κ. Βαρουφάκη, υπήρξε «διχασμός στην κυβέρνηση και γι' αυτό αποτύχαμε». Και το αποτέλεσμα «αυτής της θεαματικής παραίτησης» ήταν όλες οι ελπίδες να διαψευστούν, υποστήριξε
Ως αποτέλεσμα, σήμερα ζούμε, όπως συμπλήρωσε, «κατάθλιψη, οικονομική και ψυχολογική, και θυμό». Το ερώτημα είναι κατά τον κ. Βαρουφάκη πώς μπορεί να μετατραπεί η κατάθλιψη και ο θυμός σε μια πολιτική διαδικασία που μπορεί να αποτελέσει την ελπίδα. «Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας στην Ελλάδα. Φοβάμαι και ελπίζω ότι αυτή είναι μια συστημική κρίση σε όλη την Ευρώπη. Δεν είναι μια ελληνική κρίση. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε εδώ στην Ελλάδα να συνασπιστούμε με πολιτικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη, ώστε να πιέσουμε το πολιτικό σύστημα να παραδώσει μια νέα συμφωνία».
Αναφερόμενος στις περσινές διαπραγματεύσεις με την τρόικα, ο κ. Βαρουφάκης αποκάλυψε ότι είχε προτείνει τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας», ένα μοντέλο που εφαρμόζει και η Γερμανία από το 2008, που θα χρηματοδοτούνταν από το Δημόσιο «και θα έβγαζε τα βαθιά μη εξυπηρετούμενα δάνεια χρέους -ή κόκκινα δάνεια όπως τα αποκαλούμε- από τα βιβλία των τραπεζών ώστε να καθαρίζουν τα βιβλία ενεργητικού τους και να τους επιτρέπουν να δανείζουν ξανά πιθανά επικερδείς επιχειρήσεις». Όμως η τρόικα «δεν είχε κανένα απολύτως ενδιαφέρον ούτε να ακούσει τις προτάσεις αυτές». Αντίθετα, «η άποψη της τρόικας ήταν ότι πρέπει να επιβάλουμε στις τράπεζες τη γρήγορη πώληση όλων των προβληματικών στεγαστικών δανείων σε funds, που στη συνέχεια θα κυνηγήσουν τους ιδιοκτήτες, θα τους εκδιώξουν, θα κατασχέσουν τα σπίτια και θα τα βγάλουν σε δημοπρασία».
Αυτό, όπως σχολίασε ο κ. Βαρουφάκης, «σηματοδοτεί έκρηξη στους αριθμούς των αστέγων στην Ελλάδα, γιατί οι κατασχέσεις θα αρχίσουν τους επόμενους τρεις ή τέσσερις μήνες και θα είναι ταχείες, χυδαίες και κτηνώδεις. Και το πρόβλημα της αστεγίας στην Ελλάδα θα γίνει ακόμα χειρότερο». Και υποστήριξε ότι «η κυβέρνησή μας παραδόθηκε τον περασμένο Ιούλιο και το αποδέχτηκε. Πήρε πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων από τον φίλο μου υπουργό Οικονομίας Γιώργο Σταθάκη, που προσπαθούσε να βάλει ένα τέλος σε αυτό, αλλά τώρα λύγισε και εκείνος».
Κατά τον κ. Βαρουφάκη, η διαδικασία που οδηγεί σήμερα σε μια μοντέρνα εκδοχή της αστεγίας αποτελεί «κομμάτι της άρνησης της Ευρώπης ότι υπάρχει οποιαδήποτε ανάγκη να αλλάξουμε την αρχιτεκτονική του οικονομικού συστήματος, ότι χρειαζόμαστε μια νέα συμφωνία σε ισχύ σε μακροοικονομικό επίπεδο, όπως αυτή που εισηγήθηκε ο Ρούσβελτ το 1933».
Σχετικά με τις αλλαγές που προωθούνται στα εργασιακά στη Γαλλία, ο κ. Βαρουφάκης σχολίασε ότι «εφαρμόσαμε πολιτικές στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, που τώρα επεκτείνονται στη Γαλλία, καθώς η δυσφορία που ξεκινά από τις ελλειμματικές χώρες επεκτείνεται και σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία».
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας για το προσφυγικό, ο κ. Βαρουφάκης τη χαρακτήρισε «σκανδαλώδη», μια συμφωνία «που θα μείνει στην ευρωπαϊκή ιστορία ως κάτι για το οποίο θα έπρεπε συλλογικά να ντρεπόμαστε βαθιά, με την έννοια πως αυτό που κάναμε ως Ευρώπη ήταν να δωροδοκήσουμε με το ποσό των έξι δισεκατομμυρίων ευρώ έναν αυτοκρατορικό πρόεδρο της Τουρκίας που επιτίθεται στους πολίτες του, που θα βάλει στη φυλακή το ένα τρίτο των μελών της τουρκικής Βουλής, ο οποίος στέλνει την αστυνομία σε εφημερίδες για να καταλάβουν το κτίριο και να σιγουρευτούν ότι την επόμενη ημέρα τα πρωτοσέλιδά τους θα είναι ευνοϊκά για τον πρόεδρο. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν δωροδοκήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να παραβιάσει το διεθνές δίκαιο».