Να περιοριστεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2018 και έπειτα σε 2% από 3,5% προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος
Την πεποίθηση ότι στο Eurogroup της 24ης Μαΐου θα υπάρξει συμφωνία εξέφρασε από τη Θεσσαλονίκη ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε δημοσιογράφους, ενώ πρόσθεσε ότι "εφόσον έχουμε τη συμφωνία στις 24 Μαΐου κι όλα εξελιχθούν κατ' ευχήν, τότε θα φύγουν και τα capital controls".
Κληθείς ωστόσο να προσδιορίσει πότε θα μπορούσαν να αρθούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, δήλωσε: "Aυτό είναι συνάρτηση της προόδου της ελληνικής οικονομίας. Θα αρθούν όταν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία [...][Το πότε] δεν μπορώ να το πω σήμερα και δεν συνηθίζω να κάνω τέτοιες προβλέψεις. Πάντως εφόσον έχουμε τη συμφωνία, τα πράγματα θα αρχίσουν να εξελίσσονται".
Οι δηλώσεις του κ. Στουρνάρα έγιναν πριν από το γεύμα που διοργάνωσε σήμερα ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), με κεντρικό ομιλητή τον ίδιο. "Οι εξελίξεις είναι θετικές. Η διαφαινόμενη συμφωνία θέτει τέρμα σε μια πολύμηνη περίοδο αβεβαιότητας και πιστεύω ότι αν κατόπιν υλοποιήσουμε όσα προβλέπει η συμφωνία σύντομα, θα ξαναμπούμε σε ρυθμούς ανάπτυξης", είπε.
Ερωτηθείς εάν και πότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα επαναφέρει το περίφημο waiver (σ.σ. την κατ' εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγύηση -εξαιτίας της χαμηλής πιστοληπτικής τους ικανότητας- στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών), ο κ. Στουρνάρας περιορίστηκε να δηλώσει: "Η ΕΚΤ θα το επαναφέρει όταν υπάρξει συμφωνία ακολουθώντας τους κανόνες της".
Μιλώντας κατόπιν στο γεύμα του ΣΒΒΕ, ο κ. Στουρνάρας εξέφρασε την εκτίμηση ότι η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι σκόπιμο να συνοδευτεί 'από ελάφρυνση και του τελικού δημοσιονομικού στόχου του ελληνικού προγράμματος”.
Συγκεκριμένα, πρότεινε “ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018 κι επέκεινα να περιοριστεί στο 2%”, καθώς -όπως σημείωσε- “η εμπειρία, αν τη μελετήσουμε προσεκτικά, δείχνει ότι μόνο μία χώρα, η Ιρλανδία, μπόρεσε να διατηρήσει το 3,5% για ένα σχετικά μεγάλο διάστημα”, όπως απαιτείται να κάνει η Ελλάδα (μετά το 2018).
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε: “Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα πρέπει να συνοδευτεί από έναρξη ουσιαστικών συζητήσεων με τους εταίρους, με στόχο την ανάληψη δράσεων για ελάφρυνση του δημοσίου χρέους. Οι δράσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν σημαντική επιμήκυνση των λήξεων των ομολόγων και της περιόδου χάριτος για αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων, ώστε οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου να τηρούνται σε επίπεδα διαχειρίσιμα”.
Ακόμη, παρουσίασε συγκεκριμένα σενάρια που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ, λέγοντας ότι η υποχώρηση του πλεονάσματος στο 2% μετά το 2018 “σε συνδυασμό, α) με την εξομάλυνση των μελλοντικών πληρωμών τόκων για τα δάνεια από τον EFSF, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), καθώς και για τα διμερή δάνεια του πρώτου προγράμματος (GLF) για μια περίοδο 20 ετών, και β) την επέκταση της περιόδου αποπληρωμής των δανείων του EFSF και των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος για περίπου 22 χρόνια”, θα έχει τρία θετικά αποτελέσματα: Πρώτον, θα περιορίσει σημαντικά τις δαπάνες για τόκους (περίπου κατά 3% του ΑΕΠ). Δεύτερον, θα καταστήσει τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου διαχειρίσιμες, καθώς θα τις περιορίσει σημαντικά κάτω του 15% του ΑΕΠ, το οποίο είναι το όριο που υιοθετεί το ΔΝΤ για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Τρίτον, θα μειώσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 100% το 2030 και στο 89% το 2035 (έναντι 126% χωρίς ελάφρυνση χρέους).
“Οι δράσεις αυτές για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, μαζί με μία πιο στοχευμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας και σε συνδυασμό με άνοιγμα όσων αγορών δεν έχουν απελευθερωθεί πλήρως ακόμη [...] και με αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα μπορούσαν να έχουν ως άμεση συνέπεια τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παράλληλα με τη δυνατότητα σημαντικής χαλάρωσης του τελικού δημοσιονομικού στόχου. Ουσιαστικά, αυτό που λέω είναι να ανταλλάξουμε λιτότητα με μεγαλύτερη ανάπτυξη”, είπε χαρακτηριστικά.
Επανειλημμένως στην ομιλία του ο κ. Στουρνάρας έδωσε έμφαση στις ιδιωτιικοποιήσεις και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Για τις μεν πρώτες, ανέφερε ότι “αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η έγκαιρη ολοκλήρωση των προβλεπόμενων ιδιωτικοποιήσεων, κάτι που δεν έχει, ούτε πολιτικό, ούτε κοινωνικό κόστος, παρά μόνο όφελος”.
Για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπογράμμισε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι το υπ' αριθμόν ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά και ότι “το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας περνά μέσα από την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων”.
Αναφέρθηκε και στο θέμα των funds που θα διαχειρίζονται τα κόκκινα δάνεια, τονίζοντας ότι “υπήρχε φόβος” γι' αυτά από πλευράς πολιτών, αλλά κακώς, γιατί όσα έρθουν θα λειτουργήσουν με βάση την ελληνική έννομη τάξη και οι δανειολήπτες θα έχουν την ίδια προστασία.
Επίσης, ο διοικητής της ΤτΕ εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι “η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε ανοδική τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο και εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται” (όπως η επενδυτική “έξοδος” της Κίνας).
Ένα πρώτο βήμα γι' αυτό, σημείωσε, είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα. Ο ίδιος κάλεσε, όμως, και το Eurogroup να ανταποκριθεί με τη σειρά του στις απαιτήσεις των καιρών “και στη δική του δέσμευση, η οποία χρονολογείται από τον Νοέμβριο του 2012” για την υλοποίηση εκείνων των δράσεων, που θα καταστήσουν το δημόσιο χρέος βιώσιμο και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα διαχειρίσιμες.