"Πρέπει να σταματήσουμε να απαιτούμε συνέχεια περισσότερες θυσίες", τονίζει ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
"Η Ελλάδα χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους. Δεν μπορούμε άλλο να κόβουμε μισθούς και συντάξεις. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα μέσα στο 2015 έφτασε σε πρωτογενές πλεόνασμα", δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς στην εκπομπή Global Conversation στο Euronews.
Για τις εξελίξεις στην Ελλάδα και την εν εξελίξει διαπραγμάτευση, ο κ. Σουλτς έδωσε τρεις πολύ σύντομες απαντήσεις. “Καταρχήν, τη Δευτέρα νομίζω ότι βρήκαμε έναν καλό τρόπο για να λύσουμε τα τρέχοντα προβλήματα. Δεύτερον, νομίζω ότι χρειαζόμαστε ελάφρυνση του χρέους και είναι η πρώτη φορά που το συζητήσαμε αυτό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν διστάζει να το συζητήσει αυτό, ακόμα και η Γερμανία είναι ανοικτή προς συζήτηση. Ανήκω σε ένα κόμμα που είναι μέλος της γερμανικής κυβέρνησης. Στηρίζουμε απόλυτα μια τέτοια συζήτηση και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας δεν έχει αντιταχθεί σε αυτήν την θέση. Τρίτον, πρέπει να σταματήσουμε να απαιτούμε συνέχεια περισσότερες θυσίες. Δεν μπορούμε άλλο να κόβουμε μισθούς και συντάξεις. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα μέσα στο 2015 έφτασε σε πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει ότι οι θυσίες που απαιτήσαμε από τους Έλληνες άρχισαν τώρα να αποδίδουν καρπούς”.
Στην ερώτηση αν θεωρεί ότι τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα ήταν υπερβολικά, ο Μάρτιν Σουλτς απάντησε: “Ξέρετε πολύ καλά ότι ποτέ δεν ήμουν υπέρμαχος αυτών των μέτρων λιτότητας. Η εξυγίανση του προϋπολογισμού, η αναδιάρθρωση του χρέους είναι αναγκαία, αλλά εάν δεν έχεις οικονομική ανάπτυξη ή απασχόληση που να αυξάνει το εθνικό εισόδημα, δεν πρόκειται να διορθώσεις την κατάσταση μακροπρόθεσμα”.
Αναφορικά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ανέφερε: “Αυτό που έκανα τις προηγούμενες εβδομάδες είναι ότι σταμάτησα το σχέδιο για ταξίδια χωρίς βίζα, που υπέβαλε η Κομισιόν στο Ευρωκοινοβούλιο, επειδή η Τουρκία δεν πληρούσε σε καμία περίπτωση τα 72 κριτήρια που απαιτούνταν σε αντάλλαγμα για κάτι τέτοιο. Μεταξύ αυτών, είναι η μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, αλλαγές στον τρόπο προστασίας δεδομένων και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εάν η Τουρκία συνεχίσει αυτόν τον δρόμο υποστηρίζοντας ότι δεν θα αλλάξει το πλαίσιο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τότε δεν θα ξεκινήσουμε τις συζητήσεις για την κατάργηση της βίζας”.
Σε σχέση με την δήλωση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι “εμείς θα ακολουθήσουμε τον δρόμο μας και εσείς τον δικό σας”, απάντησε: “Είμαστε συνεργάτες που έχουν ανάγκη αμοιβαίας συνεργασίας. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο κ. Ερντογάν θέλει να εγκαταλείψει αυτή τη συνεργασία. Είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε, αλλά η Τουρκία έχει υποσχεθεί να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε από την δική μας πλευρά την συμφωνία. Παρά τις υποσχέσεις, η Τουρκία κάνει τώρα πίσω. Αυτή είναι μια νέα κατάσταση, επομένως θα πρέπει να την συζητήσουμε, αλλά αν η Τουρκία δεν προωθήσει σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τότε εμείς, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν μπορούμε να περάσουμε τη συμφωνία. Αν ο κ. Ερντογάν θεωρεί ότι η συμφωνία έχει ανασταλεί, αν και δε νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο στην περίπτωσή μας, διότι αυτό θα ήταν κρίμα, θα βρούμε μια λύση στο πνεύμα του αμοιβαίου σεβασμού και της αμοιβαίας συνεργασίας. Αλλά αμοιβαίος σεβασμός, και θέλω να είμαι πολύ σαφής σχετικά με αυτό, σημαίνει ότι σεβόμαστε την Τουρκία, αλλά και ότι η Τουρκία πρέπει να σεβαστεί τους δικούς μας κανόνες”.
Αναφορικά με τα τείχη που υψώνονται σε πολλά σημεία της Ευρώπης για να σταματήσουν οι μεταναστευτικές ροές προς την κεντρική Ευρώπη, σημείωσε: “Χρειαζόμαστε προστασία των εξωτερικών μας συνόρων μέσω κανόνων που πρέπει να εφαρμόζονται ανά περίπτωση και στη συνέχεια χρειαζόμαστε ένα σύστημα μετεγκατάστασης προς τις 28 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν λειτούργησε διότι η πλειοψηφία των χωρών μελών δεν συμμετέχει στην μετεγκατάσταση όπως άλλες χώρες, για παράδειγμα η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία. Αυτό δημιουργεί προβλήματα. Το ερώτημα δεν αφορά την Ευρώπη, το ερώτημα αφορά τον εθνικισμό ορισμένων κυβερνήσεων. Αυτό ακριβώς οδηγεί την Ευρώπη σε κρίση. Το ότι ορισμένες κυβερνήσεις που δεν συμμετέχουν στην μετεγκατάσταση, που δημιουργούν προβλήματα με τις ενέργειές τους και την άνοδο του εθνικισμού, στη συνέχεια υποστηρίζουν πως η Ευρώπη είναι ανίκανη να επιλύσει την μεταναστευτική κρίση, πρόκειται για κυνισμό άνευ προηγουμένου”.