Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ενίσχυση των τουριστικών επενδύσεων και των επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας, τονίζεται σε σχετικό υπόμνημα
Τροποποιήσεις σε συγκεκριμένα άρθρα του νέου αναπτυξιακού νόμου που έχει τεθεί σε διαβούλευση προτείνει η επιμελητηριακή κοινότητα, «ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα ελκυστικό πλαίσιο για τις ιδιωτικές επενδύσεις στη χώρα».
Όπως αναφέρει το σχετικό υπόμνημα που υπογράφει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ενίσχυση των τουριστικών επενδύσεων και των επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας, ενώ διατυπώνονται προβληματισμοί για το ύψος και τις προκαταβολές των οικονομικών ενισχύσεων.
Αναλυτικότερα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Αρχικά πρέπει να τονίσουμε πως στις περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης, της Στερεάς Ελλάδας, της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να ενισχυθούν μόνο για ιδρύσεις εγκαταστάσεων. Όπως αντιλαμβάνεστε τεράστιο ποσοστό του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας δεν είναι επιλέξιμο για χρηματοδότηση και ως εκ τούτου οι εν λόγω εγκαταστάσεις κινδυνεύουν με απαξίωση. Ειδικά για την περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου που δέχεται και ένα τεράστιο κύμα προσφυγικών ροών η συγκεκριμένη εξέλιξη αναμένεται να έχει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο.
Πρόταση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων είναι να τροποποιηθεί η ανωτέρω πρόβλεψη και να δίνεται η δυνατότητα για υποβολή επενδυτικών σχεδίων από μεγάλες επιχειρήσεις σε όλη την επικράτεια ανεξαρτήτως του είδους του έργου.
Επίσης πρέπει να αναφερθεί πως το σύνολο των επενδυτικών σχεδίων του κλάδου της ενέργειας μεταξύ των οποίων και τα επενδυτικά σχέδια στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξαιρούνται από την υπαγωγή στα πλαίσια του νέου Αναπτυξιακού Νόμου. Κατ' εξαίρεση ενισχύονται επενδυτικά σχέδια παραγωγής θερμότητας και μικρών υδροηλεκτρικών πάρκων.
Πρέπει να διευρυνθεί το πεδίο επιλεξιμότητας των επενδυτικών σχεδίων στον συγκεκριμένο κλάδο και να συμπεριληφθούν επενδυτικά σχέδια όλων των μορφών παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ.
Η ΚΕΕ διαφωνεί με την προϋπόθεση για τις ενισχύσεις του νέου Αναπτυξιακού Νόμου σχετικά με τις καινοτομικές επενδύσεις ότι η ένταξη έργων στο εν λόγω καθεστώς είναι "να αξιοποιούν αποτελέσματα έρευνας και ανάπτυξης».
Επίσης αναφέρεται ότι: «απορία προκαλεί η αναφορά στο άρθρο 7 πως με κοινή απόφαση του υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και των συναρμόδιων υπουργών, η οποία δεν μπορεί να τροποποιηθεί πριν την παρέλευση διετίας από την έκδοσή της, δύνανται να καθορίζονται περιοχές της επικράτειας οι οποίες θα εξαιρούνται από την υπαγωγή στα καθεστώτα ενισχύσεων επενδυτικά σχέδια στον τομέα του τουρισμού λόγω κορεσμού. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη απειλεί να παγώσει το όποιο επενδυτικό ενδιαφέρον υπάρχει και να λειτουργήσει εις βάρος του Εθνικού τουριστικού προϊόντος. Επίσης, προκαλεί επιπλέον καθυστερήσεις πλέον αυτών των 2,5 ετών που υπάρχουν ήδη ως προς την ενεργοποίηση του νέου Επενδυτικού Νόμου. Κατά συνέπεια θεωρούμε πως δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας η έκδοση σχετικής ΚΥΑ και θα πρέπει να διαγραφεί η συγκεκριμένη πρόβλεψη.
Ακατανόητος, επίσης, χαρακτηρίζεται ο όρος για δυνατότητα ίδρυσης ξενώνων φιλοξενίας νέων μόνο από συνεταιρισμούς ή Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν. Σ.Επ.) του Ν. 4019/2011, Ομάδες Παραγωγών (ΟΠ), και Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις (ΑΕΣ) του Ν. 4015/2011. Ο συγκεκριμένος περιορισμός θα δράσει αποτρεπτικά προς όποιο επενδυτικό σχήμα επιθυμεί να επενδύσει στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, καθώς οι εναλλακτικές μορφές φορέα επένδυσης είναι ελάχιστες και περιορίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Πρέπει, κατά την άποψή μας, να δίνεται η δυνατότητα για υπαγωγή στην συγκεκριμένη κατηγορία επενδυτικών σχεδίων από όλες τις επιλέξιμες μορφές φορέων επένδυσης κατά το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου.
Από τις διατάξεις του νέου νόμου εξαιρούνται και τα επενδυτικά σχέδια για μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων δραστηριότητα επιλέξιμη στον προηγούμενο αναπτυξιακό νόμο υπό των κωδικό 87-Δραστηριότητες βοήθειας με παροχή καταλύματος. Θεωρούμε πως δεν πρέπει να ισχύει η σχετική εξαίρεση, καθώς δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία και ο κλάδος δίνει στην Ελληνική Οικονομία σημαντικό ποσοστό θέσεων εργασίας.
Προβλήματα αναμένεται να δημιουργήσει στα επενδυτικά σχέδια ο περιορισμός που τίθεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.α. του σχεδίου νόμου με βάση τον οποίο οι δαπάνες κάθε επενδυτικού σχεδίου που αφορούν κτιριακές εγκαταστάσεις δεν δύναται να ξεπερνούν το 50% του συνολικού κόστους του έργου. Ο εν λόγω περιορισμός με βάση και την εμπειρία του παρελθόντος είναι μη ρεαλιστικός ειδικά για επενδυτικά σχέδια που αφορούν ίδρυση νέας εγκατάστασης όπου το κατασκευαστικό κόστος αποτελεί κύριο κομμάτι της επένδυσης. Επίσης, αντίστοιχος περιορισμός δεν εντοπίζεται στην Κοινοτική Νομοθεσία και κατά συνέπεια θεωρούμε πως δεν πρέπει να ισχύσει.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ρήτρα κερδών που έχει συμπεριληφθεί ως υποχρέωση για την υπαγωγή στον καθεστώς ενίσχυσης με την μορφή επιχορήγησης ή/και της επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως "επιχειρήσεις, οι οποίες δεν εμφάνισαν κέρδη σε καμία χρήση κατά την τελευταία εξαετία πριν την αίτηση υπαγωγής, δεν δικαιούνται να λάβουν τις ενισχύσεις με την μορφή επιχορήγησης και της επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης". Εναλλακτικά θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα πριμοδότησης των κερδοφόρων εταιριών μέσω του βαθμολογικού συστήματος αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων.
Παράλληλα, και ενώ οι εξαγγελίες του αρμόδιου γενικού γραμματέα και του προϊστάμενου Υπουργού προϊδέαζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, εν τέλει δεν προβλέπεται ενίσχυση στο νέο σχέδιο νόμου μέσω του συμψηφισμού οφειλών. Αντίστοιχα, και παρά τις σχετικές ανακοινώσεις του αρμόδιου υπουργείου, δεν υπάρχει πρόβλεψη για υπαγωγή επενδυτικών σχεδίων που έχουν ξεκινήσει τα επενδυτικά τους σχέδια πριν την δημοσίευση του νέου νόμου, και παρά την τεράστια καθυστέρηση στη δημοσίευσή του, καθώς πλέον το χρονικό διάστημα χωρίς ενεργό θεσμικό πλαίσιο υπερβαίνει τα δύο έτη. Πιστεύουμε πως πρέπει να επανεξεταστεί το εν λόγω σημείο και οι δαπάνες να είναι επιλέξιμες από τον Οκτώβριο του 2015, όπως είχε προαναγγείλει ο αρμόδιος υπουργός με σχετικές του δηλώσεις.
Πρέπει να σημειωθεί πως σε περίπτωση καθεστώτος ενίσχυσης με την μορφή φοροαπαλλαγής ο φορέας επένδυσης δεν μπορεί να κάνει χρήση ποσοστού ανώτερου του 20% του συνολικού εγκεκριμένου ποσού φοροαπαλλαγής κατ' έτος με βάση το άρθρο 20 παράγραφος 1 αα του σχεδίου Νόμου, εκτός και αν δεν έκανε χρήση τα προηγούμενα έτη του δικαιώματος λόγω έλλειψης κερδών. Πρόταση μας είναι να αυξηθεί το εν λόγω ποσοστό σε 40% κατ' ελάχιστον.
Στο στάδιο της αξιολόγησης και σε αντίθεση με τον προηγούμενο αναπτυξιακό νόμο 3908/2011 το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι η αξιολόγηση του επενδυτικού σχεδίου ανατίθεται σε ένα και μόνο αξιολογητή. Στον προηγούμενο αναπτυξιακό νόμο η αξιολόγηση ανατίθετο σε δύο αξιολογητές ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ορθότητα της διαδικασίας. Πρότασή μας αποτελεί η χρήση δύο αξιολογητών και όχι ενός για την αξιολόγησης έκαστου επενδυτικού σχεδίου.
Εξαιρετικά δυσμενές στοιχείο του σχεδίου νόμου είναι η απώλεια του 30% του ποσοστού ενίσχυσης που δικαιούται ο φορέας επένδυσης έκαστου σχεδίου εφόσον επιλέξει την επιδότηση ή την χρηματοδοτική μίσθωση και δεν ανήκει σε ειδική κατηγορία ενισχύσεων. Πρόταση μας είναι ειδικά για τις ΜΜΕ το ποσοστό επιχορήγησης ανεξαρτήτως καθεστώτος ενίσχυσης να ανέρχεται στο 100% του εκάστοτε ποσοστού του χάρτη. Εναλλακτικά το εν λόγω ποσοστό θα μπορούσε να χορηγηθεί με την μορφή φοροαπαλλαγής ώστε να δοθεί ένα επιπλέον κίνητρο στις επιχειρήσεις για να ενταχθούν στον Αναπτυξιακό νόμο.
Αξίζει να σημειωθεί πως υφιστάμενη μικρομεσαία επιχείρηση που δεν ανήκει σε ειδική κατηγορία ενισχύσεων δεν μπορεί να ενισχυθεί με το καθεστώς της επιδότησης. Παράλληλα με το σχέδιο νόμου μοιάζει να "ποινικοποιείται" η ύπαρξη συνδεδεμένων εταιριών καθώς δεν δύναται να λάβει επιδότηση φορέας επένδυσης εφόσον έχει συνδεδεμένες εταιρίες και δεν ανήκει σε ειδική κατηγορία επενδυτικού σχεδίου. Προτείνεται η κατάργηση της συγκεκριμένης διάταξης και η χρηματοδότηση όλων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και με το καθεστώς της επιδότησης χωρίς καμία επιπλέον προϋπόθεση.
Απορίας άξιο είναι δε πως υποχρεώνεται ατομική επιχείρηση να τηρεί βιβλία Γ' κατηγορίας υποχρεωτικά ούτως ώστε να ενταχθεί στον Νέο Αναπτυξιακό Νόμο. Προτείνεται να δοθεί η δυνατότητα σε επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β κατηγορίας να υποβάλλουν επενδυτικό σχέδιο στα πλαίσια του Νέου Αναπτυξιακού Νόμου.
Έκπληξη προκαλεί και η αδυναμία συνδυασμού του καθεστώτος ενίσχυσης του μισθολογικού κόστους συνδυαστικά με ενίσχυση δαπανών ενσώματων στοιχείων ενεργητικού και άυλων στοιχείων ενεργητικού. Η εν λόγω πρόβλεψη θα δράσει αποτρεπτικά προς τους επενδυτές για χρήση του συγκεκριμένου είδους ενίσχυσης με κόστος για την απασχόληση και προτείνεται να μπορεί να δοθεί αθροιστικά με τις άλλες δύο.
Ο καθορισμός των 20 εκατ. ευρώ ως επιπλέον περιορισμός για τα επενδυτικά σχέδια και την δυνατότητα των φορέων επένδυσης, αποτελεί και πάλι Εθνική Πρωτοβουλία όπως επίσης και ο περιορισμός της ενίσχυσης στα 5 εκατ. ευρώ ανά επενδυτικό σχέδιο. Θεωρούμε πως θα πρέπει να επανεξεταστούν τα εν λόγω όρια όπως και αυτά των 10 και 20 εκατ. ευρώ για μεμονωμένη και συνδεδεμένες επιχειρήσεις αντίστοιχα.
Τέλος, με έκπληξη διαπιστώνει κανείς πως στο σχέδιο νόμου δεν προβλέπεται προκαταβολή ενισχύσεων όπως ίσχυε σε όλους τους προηγούμενους Εθνικούς Αναπτυξιακούς Νόμους, γεγονός που θα καθυστερήσει την όποια ώθηση θα μπορούσε να δώσει ο νέος αναπτυξιακός νόμος στην ελληνική οικονομία».