“Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει το τρίτο 'Μνημόνιο'", σημειώνουν οι συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης
Την ανάγκη να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος υπογραμμίζει στην τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σημειώνοντας πως η μέχρι τώρα παράταση των διαπραγματεύσεων έχει επιφέρει σημαντικό κόστος στην οικονομία της χώρας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, παρά τις επιφυλάξεις για το τελικό “μείγμα πολιτικής”, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα είναι θετική εξέλιξη για πολλούς λόγους: “Θα εκπέμπει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση έχει οριστικοποιήσει την απόφασή της για την επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει η χώρα για να επιτύχει όσο γίνεται τους δημοσιονομικούς στόχους του προγράμματος προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων. Αυτό μπορεί να συμβάλει σε σταθεροποίηση ή/ και βελτίωση του πολιτικού και οικονομικού κλίματος την επόμενη περίοδο και, επομένως, στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας στην πολιτική (αν δεν εξουδετερωθεί από άλλες ενυπάρχουσες τάσεις και δομές). Η αναμενόμενη πλέον ρύθμιση των 'κόκκινων δανείων' θα συμπληρώσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα. Λογικά αναμένουμε ότι θα δοθεί επιπλέον ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες, αν, όπως διαφαίνεται αρχίσουν να υλοποιούνται και άλλες μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες η χώρα δεσμεύθηκε το καλοκαίρι, όπως για παράδειγμα, οι ιδιωτικοποιήσεις. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ήδη εξαγγείλει ότι θα εντάξει και την Ελλάδα στο περιβόητο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (= επαναγοράς κρατικών ομολόγων) που ήδη τρέχει για άλλες χώρες. Τέλος, μετά από μια συμφωνία, θα επιταχυνθεί η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων”.
Πάντως, οι συντάκτες της έκθεσης αναγνωρίζουν πως τα προβλεπόμενα μέτρα στη φορολογία και στο ασφαλιστικό θα επηρεάσουν υφεσιακά την οικονομία, επισημαίνουν όμως πως δεν πρέπει να απομονώνεται η επίδραση αυτή για να ασκηθεί κριτική, αλλά η υπό διαμόρφωση συμφωνία με τους θεσμούς πρέπει να κρίνεται συνολικά και να μην παραβλέπονται οι θετικές επιπτώσεις που αυτή θα επιφέρει. Προειδοποιούν ωστόσο πως για να επέλθουν αυτές οι θετικές επιπτώσεις θα πρέπει “να μην αναιρεθούν από αντίρροπες αποφάσεις ή αδράνεια στη συνέχεια”, ενώ υποστηρίζουν ότι η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα μετά την πρώτη αξιολόγηση και τις επενδύσεις από το πακέτο Juncker, αν δεν εξαλειφθεί η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πολιτικής στο μέλλον και, ειδικότερα, αν δεν αλλάξουν οι κανόνες διακυβέρνησης της χώρας και δε γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
“Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει το τρίτο 'Μνημόνιο' (με τις κατάλληλες βελτιώσεις όπου αυτές είναι δυνατές)”, υπογραμμίζουν.
Ως προς το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς, σημειώνουν: “Η ύφεση συνεχίζεται και το 2016, πράγμα που προκαλεί και δημοσιονομικά προβλήματα. Είναι κοινός τόπος ότι σε τροχιά ύφεσης του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και επομένως απειλούνται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα. Η κατάληξη ήταν νέα φορολογικά μέτρα που όμως είναι αμφίβολο αν θα αποδώσουν. Η δρομολογημένη νέα συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει νέα φορολογικά μέτρα € 5,4 δισ. και € 3,6 δισ. μέτρα υπό αίρεση όπως συζητείται αυτήν τη στιγμή, τα οποία θα ασκήσουν πιέσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές. Ας προσθέσουμε ότι όσο παρατείνεται η ύφεση, τόσο μετατίθενται στο μέλλον κάποιες δυνατότητες για αντικυκλικά μέτρα από την πλευρά της ζήτησης με προσφυγή και στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς χρηματοπιστωτικής στήριξης!”.
Στην έκθεση εκφράζεται εξάλλου η άποψη πως το ζήτημα της ανάπτυξης δεν έχει ως τώρα την αναγκαία προτεραιότητα στην κυβερνητική πολιτική. “Ας το διατυπώσουμε απλά: Η ανάπτυξη προϋποθέτει νέες επενδύσεις. Αυτές θα προέλθουν κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, αφού ο δημόσιος έχει πλέον σαφή όρια. Οι ξένες επενδύσεις θα παίξουν κρίσιμο ρόλο. Αλλά τις επενδύσεις θα αποτρέπουν:
- όσον αφορά στην ελληνική πλευρά, η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής καθώς και η παράλειψη σοβαρών τομών σε δικαιοσύνη, γραφειοκρατία, φορολογικές υπηρεσίες ειδικότερα, τήρηση του νόμου, τράπεζες (μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.α.), ασφαλιστικό, ενέργεια και ιδιωτικοποιήσεις
- και όσον αφορά στους εταίρους, η εκκρεμότητα για τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους”, αναφέρεται.
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ακόμα πως “η παράταση της ύφεσης έκανε επιτακτικότερη την ανάγκη επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων εντός του γενικού πλαισίου του τρίτου Μνημονίου που ψήφισε με διευρυμένη πλειοψηφία η Βουλή τον Αύγουστο 2015. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει υπαρξιακό ζήτημα για τη χώρα”.