Εμμένει στην ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων ο επικεφαλής ευρωπαικών υποθέσεων του ΔΝΤ
Eμμένει για την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων ύψους περίπου 8 δισ. ευρώ ή 4,5% του ΑΕΠ ο επικεφαλής ευρωπαϊκών υποθέσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Πόουλ Τόμσεν, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, ο Πόουλ Τόμσεν ανέφερε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει πετύχει η Ελλάδα είναι πρωτοφανής για παγκόσμια δεδομένα. Ωστόσο, όπως προσέθεσε, από τις αρχές του 2014 και μετά εμφανίστηκε μία "κόπωση", εξέλιξη που την απέδωσε στην απουσία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η όλη προσπάθεια, σύμφωνα με τον κ. Τόμσεν, στηρίχθηκε στην υπερφορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων και δεν συνοδεύτηκε από δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις στο μέτωπο της φορολογικής διοίκησης και είσπραξης εσόδων.
Στο πλαίσιο αυτό, επανέλαβε την ανάγκη να μειωθεί το αφορολόγητο όριο σταδιακά, επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η υπερφορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων.
Παράλληλα, δεν μπορεί να συνεχιστεί η μείωση των δαπανών εκείνων που έχουν οδηγήσει σε φαινόμενα "νοσοκομεία να μην έχουν σύριγγες και τα λεωφορεία καύσιμα, για να κινηθούν".
Όσον αφορά στην τρέχουσα αξιολόγηση, επισήμανε ότι "πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος" και εξέφρασε την αισιοδοξία και την ευχή να ολοκληρωθεί το συντομότερο. Έσπευσε όμως να επισημάνει ότι χωρίς πρόσθετα μέτρα το 2016 ο προϋπολογισμός θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 1,5% του ΑΕΠ.
Ο ίδιος επισήμανε ότι το ΔΝΤ είναι πρόθυμο να δεχθεί νέα μέτρα, αρκεί αυτά να είναι αξιόπιστα. Στο πλαίσιο αυτό ανέφερε ότι το ΔΝΤ δεν μπορεί να δεχθεί περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των υψηλότερων εισοδημάτων, θέτοντας επιτακτικά την μείωση του αφορολογήτου ορίου των 9.500 ευρώ η οποία μπορεί να γίνει σταδιακά. Όπως επισήμανε, στην Ελλάδα το 54% του πληθυσμού δεν πληρώνει καθόλου φόρο, ποσοστό το οποίο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό υπογράμμισε την ανάγκη να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
Τάχθηκε υπέρ της μείωσης του δημοσίου χρέους, επισημαίνοντας ότι κατ' ανάγκην δεν χρειάζεται να γίνει όλη εφάπαξ, αλλά σταδιακά στη διάρκεια δύο ετών και η μείωση να συνδεθεί με ένα πρόγραμμα.