Στουρνάρας: Το κράτος ευνοεί τους συνταξιούχους σε βάρος των νέων

Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα είναι καλύτερο όταν επιτυγχάνεται με μείωση δαπανών και όχι με αύξηση των φόρων, τόνισε ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών κατά τη συζήτηση της ενδιάμεσης έκθεσης νομισματικής πολιτικής για το 2015, στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι και οι δυο επιλογές μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα αλλά το μακροχρόνιο αποτελέσμα είναι χειρότερο, όταν επιλέγεται η αύξηση των εισφορών, από εκείνο που προκαλεί η μείωση των δαπανών.
 
"Κανείς δεν θέλει να μειωθούν συντάξεις, αλλά πρέπει να επιλέξουμε το μέγεθος εκείνο του μικρότερου κόστους για το σύνολο της κοινωνίας», τόνισε ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Συνεχίζοντας υποστήριξε, ότι υπάρχει περιθώριο να «κοιτάξουμε την πρώτη σύνταξη, τη δεύτερη σύνταξη, τις επικουρικές και το εφάπαξ» γιατί, όπως ανέφερε, ως κοινωνία "υπερπροστατεύουμε την τρίτη ηλικία σε βάρος των νεώτερων γενιών".
Αναφερόμενος στις ιδιωτικοποιήσεις, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε, ότι θα «ήμασταν πολύ καλύτερα αν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν προχωρήσει ταχύτερα το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσδεων ιδιωτικοποιήσεις» και τόνισε ότι είναι εφικτός ο στόχος αύξησης του ποσοστού τους, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση, ενώ υποστήριξε, ότι είναι ισχυρότερο εργαλείο από οποιονδήποτε αναπτυξιακό νόμο. Πρόσθεσε επίσης ότι σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες, οι φορολογικές ελαφρύνσεις επιδρούν θετικότερα στη μείωση της ανεργίας από τις επιδοτήσεις.
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην αναγκαιότητα της αξιοποίησης της δημόσιας αλλά και της εκκλησιαστικής περιουσίας η οποία δε μπορεί να αξιοποιηθεί λόγω των περιορισμών στις χρήσεις γης, τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη διάθεση για τουριστικές επενδύσεις με αξιόποιστους φορείς και πρότεινε να αλλάξει η νομοθεσία για τη χρήση γης με ρήτρες προστασίας του περιβάλλοντος.
 
Απαντώντας σε ερώτηση σχετική με τις οικονομικές επιπτώσεις του μεταναστευτικού, ο Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος ανέφερε ότι σύμφωνα με μελέτη των κεντρικών τραπεζών της Ελλάδας και της Γερμανίας, χώρες υποδοχής όπως είναι η Γερμανία θα ωφεληθούν από την αύξηση ενός μορφωμένου εργατικού δυναμικού, όπως είναι οι Σύροι πρόσφυγες, ενώ οι χώρες διέλευσης όπως η Ελλάδα, θα υποστούν το κόστος της διάσωσης και της δημιουργίας υποδομών, το οποίο σε ότι αφορά τη χώρα μας, εκτίμησε στα 600 εκατ. ευρώ το χρόνο.
 
Σε ότι αφορά την υπόθεση εξόδου της Ελλάδας από τη συνθήκη Σέγκεν, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε, ότι το κόστος το οποίο θα αφορά τη μετακίνηση ανθρώπων εμπορευμάτων για μια χώρα που αποτελεί διεθνή τουριστικό προϋπολογισμό, θα είναι πολύ μεγάλο, αν και δεν έχει εκτιμηθεί καθώς δεν έχει προκύψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
 
Ανέφερε πάντως, ότι έκθεση της γαλλικής κεντρικής τράπεζας, για ενδεχόμενο εξόδου της Γαλλίας από τη Σέγκεν εκτιμούσε το κόστος για τη Γαλλία στα 100 δις.
Σχετικά με τα capital controls, ο κ. Στουρνάρας έθεσε ως προϋπόθεση για την άρση των περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές, την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα καθώς και την επιστροφή καταθέσεων.
Χαρακτήρισε "μη αναγκαίο" το κόστος από την επιβολή των περιορισμών, όμως πρόσθεσε ότι "έχοντας την εμπειρία της Κύρπρου πήραμε μέτρα τα οποία περιόρισαν τις επιπτώσεις οι οποίες τελικά ήταν πολύ μικρότερες από εκείνες που είχαν αρχικά εκτιμηθεί".
 
Αναφερόμενος τέλος στα κόκκινα δάνεια, είπε ότι το καθεστώς προστασίας στην Ελλάδα είναι επαρκές και η καλή χρήση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αποτελεί ευκαιρία για τις τράπεζες, ενώ για τις επιπτώσεις από την πτώση του χρηματιστηρίου απάντησε, ότι έως τώρα δεν έχει επηρεαστεί η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αλλά αυτό εξαρτάται από το χρόνο που θα διαρκέσει η πτώση των μετοχών".
 
Καταλήγοντας επανέλαβε ότι η εξασφάλιση πολιτικής σταθερότητας και κοινωνικής συναίνεσης αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκαμψη, ενώ παράλληλα έστειλε μήνυμα προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης σημειώνοντας, ότι «η συμφωνία με τους εταίρους έχει ψηφιστεί, δεν δέχομαι ότι ψηφίζεται μια συμφωνία κατ αρχήν αλλά δεν ψηφίζονται τα προαπαιτούμενα».