Την αντικατάσταση των άμεσων ενισχύσεων του επενδυτικού νόμου με φοροαπαλλαγές ή/και συμψηφισμό φορολογικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων που έχουν ενταχθεί στον νόμο, εξετάζει το υπουργείο Οικονομίας, σε μια προσπάθεια να υλοποιηθούν οι επενδύσεις χωρίς δημοσιονομική επιβάρυνση.
Πρόκειται, όπως επισημαίνει με δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός γραμματέας Ιδιωτικών και Στρατηγικών Επενδύσεων Λόης Λαμπριανίδης, για 6.300 επενδυτικά σχέδια που εντάχθηκαν στον επενδυτικό νόμο τα προηγούμενα χρόνια. Το ποσό των άμεσων ενισχύσεων που οφείλει το Δημόσιο (οι οποίες καταβάλλονται σταδιακά, σε βάθος χρόνου και ανάλογα με την πορεία υλοποίησης των επενδύσεων) κυμαίνεται στα 5,7 δισ. ευρώ, ενώ το συνολικό ύψος των επενδύσεων εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 15 δισ. ευρώ. Πρόκειται δηλαδή για ιδιαίτερα σημαντικό μέγεθος που μπορεί να συμβάλει θετικά στην ανάπτυξη της οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Επιπροσθέτως, σε αυτά περιλαμβάνονται ώριμα επενδυτικά σχέδια που βρίσκονται είτε στη φάση της υλοποίησης ή ακόμη και της ολοκλήρωσης αν και υπάρχουν αρκετά που ενώ έχουν εγκριθεί, δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη.
Για τους λόγους αυτούς όπως επισημαίνει ο κ. Λαμπριανίδης, καταβάλλεται κάθε προσπάθεια προκειμένου οι επενδύσεις να υλοποιηθούν το συντομότερο. Πέρα από την παροχή φορολογικών κινήτρων στη θέση των άμεσων ενισχύσεων, δεδομένης της δημοσιονομικής στενότητας, εξετάζεται επίσης η δυνατότητα ένταξης ορισμένων επενδύσεων στο «πακέτο Γιούνκερ» που προβλέπεται να λειτουργήσει το φθινόπωρο για τη χρηματοδότηση επενδύσεων άνω των 300 δισ. ευρώ σε όλη την ΕΕ με στόχο την αναπτυξιακή ώθηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι τελικές αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν σύντομα, σε συνεννόηση και με το υπουργείο Οικονομικών. Παράλληλα είναι σε εξέλιξη η διαβούλευση του υπουργείου Οικονομίας με φορείς της αγοράς προκειμένου να καταρτισθεί ο νέος αναπτυξιακός νόμος που θα τεθεί σε εφαρμογή από το φθινόπωρο.