Αυξητικούς ρυθμούς και σημαντικές επιδόσεις εμφάνισαν οι ελληνικές εξαγωγές κατά τα χρόνια των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής της χώρας, κυρίως στις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των στοιχείων εξαγωγών για την περίοδο 2010-2014, κατά την οποία η χώρα βρίσκεται σε τέτοια προγράμματα.
Ο χάρτης των ελληνικών εξαγωγών αναδεικνύει την ανάγκη άμεσης αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων εταίρων, που αποτελούν τους μεγαλύτερους αγοραστές των ελληνικών προϊόντων, αλλά και στοχευμένης διεύρυνσης μεριδίων σε δυναμικές αγορές όπως στη Λεκάνη της Μεσογείου, τον Περσικό Κόλπο και τη Β. Αμερική, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διείσδυση στις αναπτυσσόμενες αγορές της Υποσαχάριας Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.
Τα στοιχεία της ανάλυσης του ΠΣΕ και του ΚΕΕΜ, δείχνουν ότι:
-
Το 2014 η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών ανήλθε στα 26,9 δις ευρώ, έναντι των 20,67 δις ευρώ το 2010, μεταβολή που συνιστά αύξηση σε ποσοστό 30,14%.
-
Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και σε επίπεδο όγκου συνολικών εξαγωγών, ο οποίος αυξήθηκε κατά 30,33% το 2014, σε σχέση με το 2010. Αν ωστόσο, εξαιρεθούν από τον υπολογισμό τα πετρελαιοειδή προϊόντα (ήτοι το 37% πλέον των συνολικών εξαγωγών) για την εξεταζόμενη 5ετία προκύπτει αύξηση κατά 7,75% (ή 1,2 δις ευρώ περίπου) σε αξία εξαγωγών και κατά 12,26% σε όγκου εξαγωγών (ή 2,3 εκατ. Τόνους).
Τα στοιχεία αποδεικνύουν την ύπαρξη ισχυρών διακυμάνσεων ως προς την προσέγγιση νέων αγορών ειδικά σε Τρίτες Χώρες, σε σχέση με την εκάστοτε ισοτιμία του ευρώ, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί διαχρονικά τη βασική χώρα υποδοχής ελληνικών προϊόντων, αν και οι εξαγωγές προς τις χώρες της Ευρωζώνης υπολείπονται σημαντικά των μέσων ρυθμών αύξησης της περασμένης 5ετίας.
Παρ' όλα αυτά, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής (ιδιαίτερα στη Λεκάνη της Μεσογείου) αποτελούν σημαντική αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, ενώ δυναμική αναπτύσσεται και στις χώρες του Περσικού Κόλπου. Παράλληλα, περιορισμένη παραμένει η διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής, που θεωρείται από πολλούς οικονομολόγους ως η πιο δυναμικά αναπτυσσόμενη αγορά παγκοσμίως σε δημογραφικούς όρους, αλλά και της Λατινικής Αμερικής ή της Ωκεανίας, όπου και καταγράφηκαν αξιοσημείωτες αυξήσεις εξαγωγών το 2014.
Η εξέλιξη των συνολικών εξαγωγών 2010-2014 ανά κύρια κατηγορία προϊόντων
Σε ότι αφορά τις κύριες αγορές ανά κατηγορία προϊόντων, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στη συντριπτική τους πλειοψηφία κατευθύνονται στις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, όπως επιβεβαιώνεται από τα μερίδια των εξαγωγών προς τις χώρες του ΟΟΣΑ (από 66,5% έως 68,8% στην περίοδο 2010-2014) και προς την Ε.Ε. (από 71,7% έως 75,4%). Αξιοσημείωτο είναι επίσης το μερίδιο προς της χώρες της Οικονομικής Συνεργασίας του Εύξεινου Πόντου (από 16,5% έως 19,3%), λόγω της βαρύτητας της ρωσικής αγοράς για τον κλάδο των φρούτων-λαχανικών.
Οι εξαγωγές καυσίμων εμφανίζουν σημαντικά μερίδια σε αρκετές οικονομικές ενώσεις. Σημαντική είναι η αύξηση του μεριδίου προς τις χώρες του ΟΟΣΑ (36,9% το 2014 από 30.9% το 2010), λόγω των εξαγωγών προς Τουρκία, αλλά και προς τις χώρες της ΟΣΕΠ (30,8% το 2014 από μόλις 16,8% το 2010), με επίκεντρο τη Ρωσία. Σχετική σταθερότητα καταγράφεται προς τις χώρες της Μ. Ανατολής & Β. Αφρικής (23,2% το 2014 από 22,3% το 2010), ενώ σημαντική είναι η μείωση προς την ΕΕ (16,3% το 2014 με σημαντική μείωση από το 23,6% του 2010).
Προς τις αναπτυγμένες χώρες κατευθύνονται κυρίως και οι εξαγωγές ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων και συγκεκριμένα προς τις χώρες του ΟΟΣΑ (36,9% το 2014 από 57,1% το 2010), προς τις χώρες της G7 (34% το 2014 από 34,9% το 2010), ενώ ακολουθούν οι χώρες ΟΣΕΠ (21,7% το 2014 από 20,7% το 2010).
Σημαντικές διακυμάνσεις προκύπτουν για τις χαμηλές σε αξία εξαγωγές πρώτων υλών, με μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Έτσι, μείωση καταγράφεται στο μερίδιο για τις εξαγωγές πρώτων υλών προς τις χώρες του ΟΟΣΑ (49,1% το 2014 από 55,6% το 2010), παρά την αύξηση των εξαγωγών προς τις χώρες της Ε.Ε. (33,7% το 2014 από 30,6% το 2010). Σχετική σταθερότητα εμφανίζεται στα μερίδια των εξαγωγών προς τις χώρες G7 (21,4% το 2014 από 21,3% το 2010), αλλά και προς τις BRICS (17,7% το 2014 από 16,2% το 2010). Αντίθετα, προς τις χώρες της ΟΣΕΠ σημειώνεται σημαντική μείωση (24,4% το 2014 από 31,5% το 2010).