Από ευκαιρία ίσως μετατράπηκαν σε πρόβλημα τα περίπου 100 δισ. ευρώ που η Ελλάδα έλαβε συνολικά τις τελευταίες δεκαετίες από τα κοινοτικά ταμεία, καθώς τα "εύκολα λεφτά", σε συνδυασμό με τα εγγενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, συνέβαλαν στην αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας προσανατολίζοντάς το στην κατανάλωση, δημιούργησαν ελλειμματικά ισοζύγια και "έσπρωξαν" ιδιωτικό και δημόσιο τομέα σε λανθασμένη κατεύθυνση.
Τα παραπάνω προέκυψαν από σημερινή ομιλία στη Θεσσαλονίκη του καθηγητή Παναγιώτη Λιαργκόβα, συντονιστή τού Γραφείου Προϋπολογισμού τού Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων.
"Το πολιτικό μας σύστημα δεν ήταν αρκετά δυνατό, δεν είχε την ισχυρή θέληση για να πάει κόντρα σε ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που δεν επιθυμούσαν την αλλαγή. Ήμουν αισιόδοξος ότι η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη θα ήταν η ευκαιρία να οικοδομηθούν ισχυροί θεσμοί και να αξιοποιηθούν τα χαμηλά επιτόκια. Εμείς όμως, γίναμε μέλη και αλλάξαμε το οικονομικό μοντέλο από παραγωγικό σε καταναλωτικό. Ίσως τελικά τα περισσότερα από 100 δισ. ευρώ που αντλήσαμε όλα αυτά τα χρόνια [...] να έκαναν κακό", είπε χαρακτηριστικά ο κ. Λιαργκόβας, στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνέδριο που διοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη οι σχολές νομικής των πανεπιστημίων του Μπρίστολ (Tμήμα Κοινωνικών Επιστημών και Νομικής), ΑΠΘ (έδρα Jean Monnet) και του Όσλο (Ερευνητική Ομάδα Επιχειρήσεων, Αγορών, Κοινωνίας και Περιβάλλοντος).
Ο κ. Λιαργκόβας υπενθύμισε ότι στην αρχή της κρίσης (2008) το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 21.000 ευρώ και το 2013 μειώθηκε σε 16.500 ευρώ, η ανεργία αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα από το 7,7% στο 27,3%, ενώ το ποσοστό των ανθρώπων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού έφτασε στο 35,7% από 28,1%.
Τι πήγε λάθος; Ο ίδιος ανέφερε έξι παράγοντες: λιτότητα, μείγμα πολιτικής, προσδοκίες, θεσμοί, αίσθημα δικαιοσύνης και εξαγωγές.
Σε ό,τι αφορά τη λιτότητα, επεσήμανε ότι εξαιρετικά "εμπροσθοβαρείς" επιλογές έγιναν υπό την πίεση πανικού, αφού οι αγορές "έσπρωξαν" τη χώρα στην εφαρμογή σκληρής λιτότητας, μέσω αύξησης των spreads. Όσο όμως αυξανόταν η λιτότητα, τόσο διογκωνόταν η ύφεση.
Σχετικά με το μείγμα πολιτικής, σημείωσε ότι η ελληνική προσαρμογή δεν βασίστηκε επαρκώς σε μόνιμες περικοπές στις πρωτογενείς δαπάνες. Όπως είπε, ιδανική θεωρείται μια αναλογία 70% (ελάχιστο) προς 30% (μέγιστο) μεταξύ των περικοπών των κρατικών δαπανών (εξαιρουμένων των δημόσιων επενδύσεων) και των νέων κρατικών εσόδων. Η αναλογία αυτή όμως “μόλις και μετά βίας εφαρμόστηκε τα έτη 2010 και 2013”. Το 2011-2012, με σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 15,5%, μόλις το 45% και 49% των περικοπών αντίστοιχα ήταν στην πλευρά των εσόδων.
Αναφερόμενος στον παράγοντα "προσδοκίες" επεσήμανε ότι οι επιλογές πολιτικής που έγιναν απέτυχαν να προκαλέσουν θετικές προσδοκίες για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία, με ευθύνη τόσο των εγχώριων, όσο και των ξένων παραγόντων. Από τη μια, είπε, η ελληνική κυβέρνηση έστελνε διφορούμενα μηνύματα στις αγορές (με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις να καθυστερούν, με εκτεταμένες αυξήσεις φόρων και έλλειψη πολιτικής αποφασιστικότητας). Από την άλλη, οι ατυχείς δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων για “grexit", έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά της αβεβαιότητας.
Σχετικά με τους θεσμούς, ανέφερε ότι οι μεν ευρωπαϊκοί αποφάσισαν "πολύ λίγα, πολύ αργά", αφού φαίνεται πως ήταν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν μια κρίση χρέους σε κράτος-μέλος, οι δε εγχώριοι έκαναν συχνά ατυχείς επιλογές (π.χ. αναβάθμιση της ελληνικής φορολογικής διοίκησης μετά τις μεγάλες αυξήσεις φορολογίας του 2011).
Σε ό,τι αφορά το αίσθημα δικαιοσύνης, επεσήμανε ότι αυτό είναι απαραίτητο για να πετύχουν οι δημοσιονομικές προσαρμογές, υπενθυμίζοντας μεταξύ άλλων ότι οι διαδοχικές αυξήσεις φόρων, σε συνδυασμό με την μεγάλη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, έχουν φορτώσει δυσανάλογο βάρος στις πλάτες συνταξιούχων και μισθωτών.
Για τις εξαγωγές σημείωσε ότι η Ελλάδα φαίνεται πως έχει τη χαμηλότερη εξαγωγική επίδοση στη νοτιοανατολική Ευρώπη στην περίοδο 2008-2013, ενώ στο ίδιο διάστημα η Ιρλανδία αύξησε τις εξαγωγές της σε ποσοστό άνω του 100% του ΑΕΠ.
Ερωτηθείς αν θα ήταν συμφέρον για την Ελλάδα να εξετάσει το ενδεχόμενο άλλου νομίσματος, ο κ. Λιαργκόβας απάντησε: "Το μεγάλο δίλημμα είναι τώρα να κάνουμε τις δομές μας ισχυρότερες, να οικοδομήσουμε ένα νέο μοντέλο οικονομικό και αναπτυξιακό, βασισμένο σε ισχυρούς πυλώνες".