Τα πιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας είναι εκτεθειμένα κατά περίπου 23,5 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, αλλά οι συστημικοί κίνδυνοι θεωρούνται περιορισμένοι, αφού οι μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες, η Deutsche Bank και η Commerzbank, διακρατούν ένα πολύ μικρό μέρος του ποσού αυτού, σύμφωνα με στοιχεία τα οποία συγκέντρωσε το πρακτορείο ειδήσεων Reuters.
Τη μερίδα του λέοντος της έκθεσης αυτής έχει η κρατική αναπτυξιακή τράπεζα KfW, ο συνολικός δανεισμός της οποίας προς το ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται σε 15 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την BdB, την ομοσπονδιακή ένωση γερμανικών τραπεζών.
H Commerzbank ανέφερε ότι στα τέλη του Σεπτεμβρίου η έκθεσή της στην Ελλάδα περιοριζόταν σε περίπου 400 εκατ. ευρώ, ενώ η Deutsche Bank ανέφερε ότι οι ανείσπρακτες οφειλές από τον δανεισμό της προς επιχειρήσεις, τράπεζες και το δημόσιο στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 298 εκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα με μια μελέτη της JP Morgan, η γαλλική τράπεζα Crédit Agricole έχει τη μεγαλύτερη έκθεση στην Ελλάδα μεταξύ των ευρωπαϊκών εμπορικών τραπεζών, καθώς στα τέλη του 2013 υπολόγιζε ότι η έκθεσή της στην Ελλάδα ανερχόταν σε 3,5 δισ. ευρώ, αλλά η έκθεσή της στον δημόσιο τομέα ήταν μηδενική. Η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, η BNP Paribas, ήταν εκτεθειμένη κατά 0,7 δισεκ. ευρώ στην Ελλάδα στα τέλη του 2013, σύμφωνα με τη μελέτη της JP Morgan.
Η Société Générale είναι εκτεθειμένη κατά 300 εκατ. ευρώ στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα, αλλά η έκθεσή της στο ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν μηδενική πλέον στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, διευκρίνισε μια εκπρόσωπος της τράπεζας αυτής.
Από το σύνολο της έκθεσης των γερμανικών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα 4,6 δισ. αφορούν σε άλλες τράπεζες, τα 3,6 δισ. σε εταιρείες και ιδιώτες, και 15,2 δισ. φορείς του δημοσίου, σύμφωνα με την BdB.
“Η πιστωτική έκθεση των γερμανικών τραπεζών στην Ελλάδα είναι χαμηλή”, δήλωσε ο Τόμας Κρέμερ, ο επικεφαλής της BdB. “Αυτός είναι ο λόγος που, εάν η Ελλάδα κηρύξει αθέτηση πληρωμών, οι άμεσες συνέπειες για τις γερμανικές τράπεζες θα μπορούσαν να ξεπεραστούν. Ακόμη και οι συνέπειες της μετάδοσης που θα συνεπαγόταν η έξοδος θα αντιμετωπίζονταν πολύ καλύτερα απ' ό,τι πριν από δύο ή τρία χρόνια”, ανέφερε ο ίδιος.