Στο δελτίο μακροοικονομικής ανάλυσης της ελληνικής οικονομίας για τον Νοέμβριο, η Εθνική Τράπεζα αναφέρεται στην αργή αντίδραση των τιμών στις σημαντικές μισθολογικές μειώσεις των τελευταίων ετών, η οποία όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές της τράπεζας “αντανακλά δυσμενείς συγκυριακές επιδράσεις και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας που τώρα αρχίζουν να αλλάζουν".
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της τράπεζας, σε μακροοικονομικό επίπεδο οι κύριοι λόγοι που διατήρησαν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια ήταν η αύξηση του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης, η αύξηση των τιμών ενέργειας και η άνοδος των τιμών στα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά και τις πρώτες ύλες.
Ειδικά η αυξητική τάση των τιμών του πετρελαίου εκτιμάται ότι προσέθεσε 0,8% στο μέσο πληθωρισμό (έναντι 0,45% που είναι ο μέσος όρος της Ευρωζώνης), ενώ ως σημαντικό πρόβλημα προβάλλεται και η ρηχή παραγωγική βάση της χώρας.
Ωστόσο, οι αναλυτές βλέπουν ήδη την αποπληθωριστική διαδικασία να έχει αποκτήσει σημαντική δυναμική και προβλέπουν ότι οι τιμές θα μειωθούν κατά 5% την επόμενη διετία, χάρη στην επιταχυνόμενη μείωση του εργασιακού κόστους (που εκτιμάται ότι χρειάζεται σχεδόν 1,5 χρόνο να μετακυλιστεί στις τελικές τιμές), σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων, και τις ευνοϊκότερες τάσεις σε άλλα συστατικά του κόστους παραγωγής.
Μάλιστα, λαμβάνοντας υπ'όψιν και την αύξηση τιμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπολογίζεται στο 4,5% για την επόμενη διετία, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η συνολική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών θα υπερβεί το 10%, επιτρέποντας στην ελληνική οικονομία να ανακτήσει σχεδόν εξολοκλήρου τις απώλειες της προηγούμενης δεκαετίας.