"Εμπλοκή" διπλωματικού χαρακτήρα με σημαντικές δικαστικές προεκτάσεις που επηρεάζει την εξέλιξη της διετούς έρευνας των φορολογικών αρχών έχει προκύψει με τη λίστα Λαγκάρντ.
Αν και εντός της εβδομάδας αναμένονται ανακοινώσεις για φοροφυγάδες που περιλαμβάνονται στη λίστα Λαγκάρντ από τον εποπτεύοντα εισαγγελέα Ιωάννη Δραγάτση και τους οικονομικούς εισαγγελείς Παναγιώτη Αθανασίου και Γαληνό Μπρη, ωστόσο έγγραφο που έχει σταλεί από τις ελβετικές Αρχές στην Διεύθυνση Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Οικονομικών ήδη από τα τέλη Σεπτεμβρίου προκαλεί σημαντικές επιπλοκές.
Το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος απευθύνθηκε μέσω της Διεύθυνσης Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Οικονομικών στις αρμόδιες Ελβετικές Αρχές ζητώντας στοιχεία καταθετών που περιέχονται στα 2.000 πρόσωπα της λίστας Λαγκάρντ.
Ωστόσο, η Ελβετία όχι μόνον αρνήθηκε να απαντήσει για τους Έλληνες καταθέτες της HSBC που περιλαμβάνονται στη λίστα Λαγκάρντ, αλλά προχώρησε ένα βήμα παραπέρα σημειώνοντας πως η λίστα είναι παρανόμως αποκτειθείσα και δεν προκύπτει η γνησιότητά της.
Συγκεκριμένα, στο επίσημο ελβετικό έγγραφο αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ουδεμία διοικητική συνδρομή μπορούμε να σας παράσχουμε καθότι οποιοδήποτε υλικό έχετε και αφορά τη συγκεκριμένη λίστα είναι παράνομο. Δεν στοιχειοθετείται ουδεμία εγκυρότητα στα στοιχεία τα οποία ερευνάτε καθότι ενδέχεται να είναι και αλλοιωμένα με αποτέλεσμα τη βλάβη των Ελβετικών φορολογικών αρχών και του τραπεζικού συστήματος της Ελβετίας".
Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, η απάντηση των ελβετικών αρχών θέτει εν αμφιβόλω τη διετή έρευνα των ελληνικών φορολογικών Αρχών για τη λίστα Λαγκάρντ, καθώς σε ενδεχόμενη προσφυγή των καταθετών που εμπεριέχονται στη λίστα -και ενδέχεται να δεχθούν κυρώσεις για φοροδιαφυγή- σε ελληνικά, αλλά κυρίως σε διεθνή δικαστήρια ενδεχομένως η λίστα να μην θεωρηθεί αποδεικτικό στοιχείο, λόγω της προέλευσης της (προϊόν υποκλοπής του Φαλτσιάνι).
Πρέπει να σημειωθεί πως τα όποια αδικήματα σχετίζονται με τη λίστα Λαγκάρντ παραγράφονται στις 31 Δεκεμβρίου 2015 και για το λόγο αυτό οι φορολογικές αρχές «τρέχουν» για να βεβαιώσουν φόρους στις πιο μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής. Οι οικονομικοί εισαγγελείς έχουν προτάξει προς έλεγχο ποσά τα οποία δεν δηλώθηκαν και κυμαίνονται από 2 εκατ. ευρώ ως και 10 εκατ. ευρώ. Οι φορολογούμενοι αυτοί καλούνται από τους οικονομικούς εισαγγελείς για να πληρώσουν τον αναλογούντα φόρο. Όσοι αρνηθούν θα βρεθούν αντιμέτωποι με την άσκηση ποινικής δίωξης για εκτεταμένη φοροδιαφυγή και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την πρώτη καταδικαστικές απόφαση, δεν αποκλείεται να υπάρξει και πρότυπη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για να ξεκαθαρίσει το εάν η λίστα Λαγκάρντ έπρεπε ή όχι να αξιοποιηθεί από τις ελληνικές φορολογικές αρχές ή πήγαν χαμένα δύο χρόνια ερευνών της φορολογικής διοίκησης.