Τη μείωση προστίμων έως και 50% σε όσους δεν έχουν καταβάλλει φόρο εξετάζει το υπουργείο Οικονομικών. Σε μια προσπάθεια, να αυξηθεί η εισπραξιμότητα καθώς ανέρχεται στο 0,3% των προστίμων που επιβάλλονται. Επίσης στα σχέδια του ΥΠΟΙΚ είναι να μην οδηγείται η επιχείρηση σε κλείσιμο.
Τα πρόστιμα που εξετάζονται είναι όσα προσαυξάνουν κάθε οφειλή φόρου κατά 10%, 20% ή 30% σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης για 2, 12 ή 24 μήνες αντίστοιχα, καθώς επίσης και ο διπλασιασμός της οφειλής σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης απόδοσης παρακρατούμενου φόρου. Ταυτόχρονα εξετάζεται να μην ξεκινάει η επιβολή του προστίμου από την επόμενη ημέρα που η οφειλή έχει καταστεί εκπρόθεσμη.
Σύμφωνα με την "Καθημερινή", τα πρόστιμα που επιβάλλονται κυρίως από το ΣΔΟΕ στους λήπτες εικονικών στοιχείων και όχι μόνο, ύψους δεκάδων εκατ. ευρώ ουσιαστικά βάζουν ταφόπλακα στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα είναι από τα πρόστιμα του ΚΒΣ, τα οποία έχουν αυξηθεί από τα τέλη Νοεμβρίου του 2013 κατά 3,7 δισ. ευρώ, να έχει εισπραχθεί μόλις το 0,3%. Συγκεκριμένα τα πρόστιμα ανέρχονταν στα τέλη Νοεμβρίου στα 22,78 δισ. ευρώ και έχουν φθάσει πλέον στα 26,5 δισ. ευρώ.
Η ισχύουσα σήμερα νομοθεσία προβλέπει ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής οποιουδήποτε φόρου, επιβάλλονται:
α) Πρόστιμο το οποίο ανέρχεται στο 10% του βεβαιωμένου ληξιπρόθεσμου χρέους, εφόσον περάσουν 2 μήνες από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής και το χρέος παραμείνει απλήρωτο. Εάν η καθυστέρηση καταβολής του χρέους φθάσει τους 12 μήνες, το πρόστιμο ανέρχεται στο 20%, ενώ μετά την πάροδο δύο ετών το πρόστιμο ανέρχεται στο 30%.
β) Τόκοι οι οποίοι ανέρχονται σε 0,73% για κάθε μήνα εκπρόθεσμης καταβολής, καθώς υπολογίζονται με ετήσιο επιτόκιο 8,76% (8,76% / 12 μήνες = 0,73% τον μήνα). Οι τόκοι επί των φορολογικών οφειλών επιβάλλονται από την επόμενη μέρα της λήξης της κανονικής προθεσμίας πληρωμής.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση εξετάζει την κατάργηση του μέτρου της ποινικής δίωξης για την μη καταβολή οφειλών προς το Δημόσιο, καθώς και την επιμήκυνση του χρόνου εξέτασης των υποθέσεων των φορολογουμένων από τη Διεύθυνση Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, από τις 90 στις 120 ημέρες.