Υψηλός καταγράφεται ο κίνδυνος να παραμείνει αδιάθετη η φετινή παραγωγή ακτινιδίων, λόγω κυρίως της πρακτικής επιτήδειων να συγκομίζουν και να διακινούν, στην εγχώρια και διεθνή αγορά, ελληνικό προϊόν που δεν πληροί τις προδιαγραφές τόσο ως προς τους δείκτες ωρίμανσης (ξινά) όσο και εμπορίας (μη τυποποίηση), δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT-HELLAS Γιώργος Πολυχρονάκης.
Κι ενώ, λόγω του ρωσικού εμπάργκο, οι εξαγωγές ακτινίδιων αναμένονται μειωμένες, η παραπάνω πρακτική των επιτήδειων "υπονομεύει σημαντικά την προσπάθεια που γίνεται προς την κατεύθυνση διεύρυνσης του ποσοστού εξαγωγών του προϊόντος στις αγορές, όπου η χώρα μας έχει παρουσία, και εισόδου μας σε νέες" τόνισε ο ίδιος.
"Κάθε χρόνο, ποσότητες ακτινιδίων (όπως και άλλων φρούτων) διακινούνται προς τις βαλκανικές χώρες της ΕΕ, από αλλοδαπούς κυρίως εμπόρους -π.χ. από Βουλγαρία- που φορτώνουν τα φρούτα κατευθείαν από το χωράφι, ατυποποίητα" πρόσθεσε, απευθύνοντας εκ νέου κάλεσμα στις ελεγκτικές αρχές να εξασφαλίσουν την αυστηρότατη τήρηση της κοινοτικής και ελληνικής νομοθεσίας.
Σε ανοδική τροχιά η παραγωγή ακτινιδίου από το 2007
Στο μεταξύ, έντονα ανοδική καταγράφεται η τροχιά που ακολουθεί από το 2007 η παραγωγή ακτινιδίου στη χώρα μας, διαδικασία που ξεκινά τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται στο τέλος Σεπτεμβρίου. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία του INCOFRUIT-HELLAS, φέτος η παραγωγή αναμένεται να διαμορφωθεί σε 165.000 τόνους, έναντι 135.000 τόνων πέρυσι.
Υπενθυμίζεται, δε, ότι πέρυσι, οι ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίων σημείωσαν ρεκόρ, υπερβαίνοντας τους 128.000 τόνους, έναντι 91.199 το 2013 και 73.580 το 2012. Αξιοσημείωτο είναι ότι την περίοδο 2007/2008, η Ελλάδα εξήγαγε 38.470 τόνους ακτινίδια και το 2009 58.767 τόνους.
Βάσει στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ, Ρωσία, Ουκρανία, Γερμανία και Ρουμανία είναι οι καλύτεροι πελάτες των Ελλήνων παραγωγών ακτινιδίων, αφού σε αυτές τις χώρες "κατευθύνθηκαν", μέχρι τις 30 Ιουνίου το 2013, 32.665 τόνοι, 9.746 τόνοι, 7.215 τόνοι και 6.818 τόνοι αντίστοιχα. Επισημαίνεται ότι Κίνα και Χονγκ Κονγκ έλαβαν, μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία πέρυσι, περίπου 2.000 τόνους, ενώ 1.945 τόνοι "ταξίδεψαν" στην Αίγυπτο.