Ασθενής παραμένει η προοπτική ανάκαμψης παρά την ανάσχεση της ύφεσης, σύμφωνα με νέα έκθεσή του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Η σχετική έκθεση που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα δείχνει ότι το προηγούμενο τρίμηνο η κατάσταση της οικονομίας βελτιώθηκε. Όλα τα οικονομικά μεγέθη δείχνουν ότι η χώρα εισήλθε στο στάδιο της οικονομικής σταθεροποίησης και ότι είναι σχεδόν βέβαιη μια μικρή ανάκαμψη έως το τέλος του έτους.
Οι εκτιμήσεις της έκθεσης στέκονται στο γεγονός ότι αν δεν υπάρξει επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης στο μέλλον, δεν θα υπάρξει γρήγορη και αισθητή βελτίωση της απασχόλησης και, αντίστροφα, αν η ανεργία παραμείνει σε υψηλά επίπεδα θα επηρεάσει αρνητικά, μαζί με άλλους παράγοντες, τη δυνητική παραγωγή στο μέλλον.
Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ συμπίπτουν στην πρόβλεψη ότι θα υπάρξει μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά μία εκατοστιαία μονάδα το 2014 και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες το 2015 για να πέσει στο 24-24,4%. Ωστόσο, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι ή έτσι ή αλλιώς μη ικανοποιητική βελτίωση θα είναι μικρότερη.
Προς το παρόν, οι προβλέψεις ιδίως για ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης από το 2015 βαρύνονται με μεγάλες αβεβαιότητες, σημειώνεται στην έκθεση. Με άλλα λόγια, «η δυναμική της ανάκαμψης είναι ακόμα ασθενής παρά την ανάσχεση της ύφεσης».
Οι πηγές της αβεβαιότητας
Καταρχήν το Γραφείο Προϋπολογισμού αναφέρει πως το ζήτημα των τραπεζών, παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις που επιτεύχθηκαν, δεν έχει λυθεί, καθώς εκκρεμεί λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία συνεχίζουν να αυξάνονται και να περιορίζουν τις δανειοδοτικές ικανότητες των τραπεζών.
Επιπλέον, οι υστερήσεις των μεταρρυθμίσεων μπορεί να προκαλέσουν εκ νέου άνοδο των επιτοκίων δανεισμού της χώρας. Τονίζεται ακόμα και χωρίς «μνημόνιο» η χώρα θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό εποπτεία - τη φορά τούτη των αγορών που θα αντικαταστήσουν την τρόικα - αν δεχθούμε ότι δεν θα προσφύγει στον ΕΜΣ. Αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα προσφεύγει για δάνεια σε αυτόν ή σε κάποιο ad hoc διακρατικό «όχημα». Στην περίπτωση αυτή θα υπάρξουν νέες συμβατικές δεσμεύσεις.
Η Ε.Ε. υπολογίζει ότι την διετία 2014-2015, οι επιπρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες (additional financing requirements) της Ελλάδας θα ανέλθουν σε 14,9 δισ. ευρώ (2,6 δισ. για το 2014 και 12,3 δισ. για το 2015).5 Αν επιβεβαιωθεί, η Ελλάδα θα πρέπει ή να συνεχίσει να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές (πράγμα που ήδη συναντά δυσκολίες) ή να προσφύγει στον ΕΜΣ που συνεπάγεται νέο πρόγραμμα προσαρμογής (και σχετική σύμβαση) σύμφωνα με τους κανόνες του μηχανισμού.
Επίσης όπως αναφέρεται , οι επενδύσεις εξακολουθούν να υποχωρούν. Το Γραφείο Προϋπολογισμού προειδοποιεί, μάλιστα, πως «χωρίς ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων σε ευρεία βάση, η διαφαινόμενη ανάκαμψη δεν θα είναι διατηρήσιμη».
Επίσης, η δημοσιονομική εξυγίανση εξακολουθεί να είναι δρόμος μετ΄ εμποδίων.
Τέλος, το δημόσιο χρέος αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία και κάνει επιφυλακτικούς τους σοβαρούς εγχώριους και ξένους επενδυτές.
Όπως σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού, τις δυσκολίες της επίτευξης μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης δείχνει ανάμεσα σε άλλα η εξαγωγική άπνοια παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους. «Προφανώς, η άπνοια οφείλεται σε σειρά ολόκληρη δομικών-θεσμικών παραγόντων όπως το υψηλό κόστος ενέργειας που επιβαρύνει το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας, η υψηλή φορολογία και το διοικητικό κόστος», αναφέρεται στην έκθεση.
Μια ακόμα πηγή αβεβαιότητας είναι ότι δεν έχει επιτευχθεί κάποια ελάχιστη συναίνεση ανάμεσα στις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι η συνέχεια σε βασικά στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δεν είναι σίγουρη.
Προστίθεται ακόμη ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε ισχυρές εξωτερικές διαταραχές - πράγμα βέβαια που δεν ευνοεί μακροπρόθεσμες επενδυτικές δεσμεύσεις στην πραγματική οικονομία.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, απειλητική παραμένει και η δυναμική του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την εξέλιξη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ για την Ελλάδα στηρίζονται σε παραδοχές που μπορεί να διαψευσθούν. Στην περίπτωση ακόμη και μικρών αποκλίσεων από τα πλεονάσματα ή επιτόκια δανεισμού, θα επερχόταν μια καταστροφική έκρηξη του λόγου χρέους.