Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών δείχνουν πως η αβεβαιότητα για την τύχη του ελληνικού προγράμματος αυξάνεται επισημαίνουν οι αναλυτές της Eurobank. Την Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014 το περιθώριο επιτοκίου του 10-ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου ήταν στις 510,0 μονάδες βάσης (μβ) αυξημένο σε εβδομαδιαία βάση κατά 42,6 μβ. Σε σχέση με το χαμηλό της 10ης Ιουλίου 2014 (418,1 μβ) το περιθώριο έχει αυξηθεί κατά 91,9 μβ. Αντίστοιχη είναι και η πορεία του νέου 5-ετούς ομολόγου που εκδόθηκε τον Απρίλιο 2014.
Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση την Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014 ολοκλήρωσε την δεύτερη έξοδο της χώρας στις αγορές μετά την έναρξη της κρίσης. Η ζήτηση για το νέο τριετές ομόλογο ήταν αισθητά χαμηλότερη. Υπερκαλύφθηκε μόλις δύο φορές – ενώ το 5-ετές του Απριλίου 2014 είχε υπερκαλυφθεί 6 φορές. Το επιτόκιο της έκδοσης ήταν το αναμενόμενο (3,5%) αλλά το ποσό που συγκεντρώθηκε μόλις 1,5 δις αντί για τα 3,0 δισ. που αρχικά αναμένονταν. Ταυτόχρονα, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών ακολουθεί έντονα πτωτική πορεία με συνολικές απώλειες 11,3% σε σχέση με το υψηλό της 10ης Ιουνίου 2014 (μέσα σε ένα μήνα).
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η αβεβαιότητα αυξάνεται. Η αύξηση της αβεβαιότητας οφείλεται τόσο σε διεθνείς παράγοντες όπως η ανησυχία για πιθανή διόρθωση στην αμερικάνική κεφαλαιαγορά μετά από πέντε χρόνια ανόδου και ενώ ο δείκτης Dow Jones Industrial έχει ξεπεράσει κατά πολύ το τελευταίο ιστορικά υψηλό του Σεπτεμβρίου του 2007 όσο και σε παράγοντες που αφορούν την Ευρωζώνη όπως ο καθορισμός των τελικών λεπτομερειών για την τελική μορφή της προσομοίωσης αντοχής των τραπεζών (stress test) που είναι ήδη σε εξέλιξη από την ΕΚΤ και οι επιπτώσεις που θα έχουν στις κεφαλαιακές ανάγκες των ευρωπαϊκών τραπεζών και συνεπώς και των ελληνικών τραπεζών.
Επιπλέον, το κλίμα τις τελευταίες ημέρες επιβαρύνθηκε από την διαπίστωση των αγορών ότι η μητρική εταιρεία της Πορτογαλικής τράπεζα Espirinto Santo προσπαθεί να έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές της για την αναδιάρθρωση μέρους του χρέους της.
Η πορεία των ελληνικών περιθωρίων κέρδους επηρεάζεται και από τις εσωτερικές εξελίξεις – πέρα από τις τράπεζες – όσον αφορά στις προοπτικές της συνέχισης της εφαρμογής του 2ου Προγράμματος Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας (2ΠΣΕΟ )από την νέα κυβέρνηση που προέκυψε μετά από τον ανασχηματισμό των αρχών Ιουνίου 2014. Μάλιστα η ανησυχία αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση εξασφάλισε την καταβολή της δόσης του €1,0 δισ. μετά από την ολοκλήρωση της εφαρμογής των έξι προαπαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με την τελευταία αναθεώρηση του 2ΠΣΕΟ. Επίσης δεν υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση της δέσμης των επόμενων έξι μεταρρυθμίσεων ώστε να καταβληθεί η επόμενη δόση του €1,0 δισ.
Ο ΥΠΟΙΚ Γκ. Χαρδούβελης δεσμεύθηκε στο Eurogroup της προηγούμενης Δευτέρας ότι οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις θα ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος Ιουλίου 2014. Ήδη το νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση μέρους της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) αναμένεται να ψηφιστεί στα μέσα της επόμενης εβδομάδας και αποτελεί ένα καλό δείκτη για την συνέχιση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αντίθετα, τον Απρίλιο 2014 όλα αυτά ήταν μπροστά. Η ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έδειχνε ότι παρουσίαζε σημαντικές υστερήσεις ενώ υπήρχε και αβεβαιότητα όσον αφορά στην αντίδραση της κυβέρνησης σε ένα αρνητικό για αυτή εκλογικό αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές του Μαΐου 2014.
Η χαμηλότερη ζήτηση για το νέο τριετές ομόλογο δείχνει ότι οι διεθνείς αγορές είναι ακόμη επιφυλακτικές απέναντι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα – σε αντίθεση με την Πορτογαλία – δεν έχει ακόμη εξέλθει από το στάδιο της επιτήρησης από την τρόικα είναι λογικό η αντίδραση των αγορών απέναντι της να είναι ακόμη πιο επιφυλακτική.
Με άλλα λόγια, η πτώση των περιθωρίων επιτοκίου και η έξοδος στις αγορές είναι συνέπειες των θετικών δειγμάτων γραφής που έδειξε η ελληνική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα από το τέλος του 2012 μέχρι σήμερα. Η εφαρμογή του 2ΠΣΕΟ όμως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Υπάρχουν μια σειρά από σημαντικές εκκρεμότητες. Η αποστροφή κινδύνου στις αγορές είναι δυνατό να αυξηθεί ξανά από κάποιο εξωγενές γεγονός. Η ελληνική κυβέρνηση όμως δε θα πρέπει να επιτρέψει την αύξηση της αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία από παράγοντες που μπορεί – δύσκολα ή εύκολα – να αντιμετωπίσει.
Η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για τις εναπομένουσες μεταρρυθμίσεις βασικό στοιχείο για τη μείωση της αβεβαιότητας των τελευταίων εβδομάδων
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι ποιοι είναι εκείνοι οι εγχώριοι παράγοντες που επηρεάζουν την στάση των αγορών έναντι της Ελλάδας. Σημειώνουμε τους σημαντικότερους παρακάτω:
• Η πολιτική σταθερότητα. Το ενδεχόμενο νέων βουλευτικών εκλογών μετά από την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα βουλή θα απομακρύνει ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους αλλά και εξαιτίας της αβεβαιότητας που θα δημιουργηθεί στην μεταβατική περίοδο θα έχει επιπτώσεις και στους ρυθμούς ανάπτυξης. Σημειώνουμε εδώ ότι σύμφωνα με το 2ΠΣΕΟ ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης για το 2014 και το 2015 αναμένεται στο 0,6% και στο 2,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Σημαντική αρνητική απόκλιση από τους παραπάνω στόχους – αλλά και από αυτούς των επόμενων ετών – θα προκαλούσε αποσταθεροποίηση της πορείας του δημοσίου χρέους και θα έθετε το θέμα της μεγαλύτερης ελάφρυνσης του στο μέλλον.
• Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της κυβέρνησης για τα επόμενα έτη χωρίς νέα δημοσιονομικά μέτρα. Η επίτευξη των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα των επόμενων ετών αν και δεν είναι ακατόρθωτη – έχουν υπάρξει ανάλογες περιπτώσεις στην πρόσφατη δημοσιονομική ιστορία – απαιτεί ορθή εφαρμογή των δράσεων τόσο όσον αφορά τα έσοδα όσο και τα έξοδα του Προϋπολογισμού.
Ειδάλλως η κυβέρνηση μπροστά στο ενδεχόμενο νέας αποσταθεροποίησης στην πορεία του δημοσίου χρέους είναι πιθανό να αναγκαστεί να καταφύγει σε νέα οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα ακόμη και αν αυτά περιγράφονται ως μη επιθυμητά στην τελευταία αναθεώρηση του 2ΠΣΕΟ. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούμε ενθαρρυντικές τις δράσεις που ανακοίνωσε στο πρόσφατο συνέδριο του Economist στην Αθήνα ο ΥΠΟΙΚ Γκ. Χαρδούβελης για την ενίσχυση των εσόδων και που περιλαμβάνουν την διασύνδεση των ταμειακών μηχανών σε πραγματικό χρόνο με τις ΔΥΟ, τα μέτρα για την πάταξη του λαθρεμπορίου, την καλύτερη στοχοθέτηση όσον αφορά στην εισπραξιμότητα των φόρων, την ενίσχυση του ανθρωπίνου δυναμικού που ασχολείται με φορολογικούς ελέγχους κτλ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι ήδη μια σειρά από δικαστικές αποφάσεις που ακυρώνουν περικοπές μισθών συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών προκαλούν σημαντικούς προβληματισμούς στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης όσον αφορά στην τήρηση των δημοσιονομικών στόχων για το 2014 και τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, όποια πιθανολογούμενη αλλαγή στους συντελεστές φορολογίας ή στον ειδικό φόρο κατανάλωσης για το πετρέλαιο θέρμανσης – όπως έχει διαρρεύσει στον τύπο τις τελευταίες ημέρες – είναι αναγκαίο να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη και να μην επιβαρύνει τόσο των προϋπολογισμό και το πρωτογενές πλεόνασμα του 2014 ή / και το ήδη γνωστό δημοσιονομικό κενό του 2015.
• Η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά προϊόντων ώστε μεσοπρόθεσμα να αυξηθούν οι επενδύσεις στην ελληνική οικονομία. Μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων ήταν η συνέχιση της μείωσης των εξαγωγών αγαθών. Η μείωση αυτή οφείλεται πέρα από παράγοντες όπως η δυσκολία πρόσβασης σε εξαγωγικές πιστώσεις ή ο χαμηλός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και στις χαμηλότερες του αναμενομένου επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντος αλλά και στην ανάγκη για βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ελληνικής οικονομίας γενικότερα (π.χ. τη συνέχιση του προγράμματος της κινητικότητας, τη βελτίωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης, την αποφυγή κατάχρησης του δικαιώματος στην απεργία).
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, τα πρώτα δείγματα από τις επαφές των εκπροσώπων των δανειστών με την ελληνική κυβέρνηση σχετικά με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν είναι ικανοποιητικά καθώς σημειώνονται ήδη σημαντικές καθυστερήσεις. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί.
Από τον Οκτώβριο του 2012 όταν κυκλοφόρησε πρώτη φορά η παρούσα έκδοση μέχρι σήμερα έχουμε επικεντρωθεί στο ρόλο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας καθώς και στην ανάληψη της ιδιοκτησίας του μεταρρυθμιστικού προγράμματος από τις ελληνικές αρχές. Οι τρέχουσες εξελίξεις για μια ακόμη φορά μας επιβεβαιώνουν.
Η επισήμανση του Διοικητή της ΕΚΤ M. Draghi στο Eurogroup της προηγούμενης εβδομάδας περί μεταρρυθμιστικής κόπωσης στην Ελλάδα, οι επισημάνσεις του εκπροσώπου του ΔΝΤ στο πρόσφατο συνέδριο του Economist στην Αθήνα για τις μεταρρυθμίσεις που απομένουν αλλά και η προτροπή του ΥΠΟΙΚ στην ομιλία του στο ίδιο συνέδριο περί συναίνεσης την επόμενη περίοδο, δείχνουν ότι η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τόσο στο δημοσιονομικό επίπεδο και στην αποτελεσματικότητα του Δημοσίου τομέα όσο στην αγορά προϊόντων, αποτελεί το κεντρικό στοιχείο του ελληνικού προγράμματος από εδώ και πέρα. Όχι τόσο για την εξασφάλιση των δόσεων του 2ΠΣΕΟ που απομένουν αλλά κυρίως για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας άμεσα μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων και έμμεσα μέσω της μείωσης του βραχνά του δημοσίου χρέους.