«Βιομηχανία» κατάρτισης και διάθεσης πλαστών εγγυητικών επιστολών, για ποσά δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, αλλά και προσφοράς μη εγκεκριμένων επιστολών, τις οποίες κατέθεταν εταιρείες και ιδιώτες στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας ή στις Περιφέρειες, προκειμένου να συμμετάσχουν σε επενδυτικά αναπτυξιακά προγράμματα, επιδοτούμενα από το ΕΣΠΑ, αποκαλύφθηκε έπειτα από πολύμηνη έρευνα της Οικονομικής Αστυνομίας, σε συνεργασία με το υπουργείο Ανάπτυξης και την εποπτεία του Οικονομικού Εισαγγελέα.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, στην υπόθεση μέχρι στιγμής έχει προκύψει η εμπλοκή 17 ατόμων, τα οποία δραστηριοποιούνταν στις επίμαχες εταιρείες, ως μέλη διοικητικών συμβουλίων ή ως νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές, ενώ σχηματίστηκε μια ογκωδέστατη δικογραφία (άνω των 40.000 σελίδων), που προέκυψε από τη μελέτη στοιχείων για τις δραστηριότητες των εμπλεκομένων.
Η σοβαρή υπόθεση έχει δημιουργήσει αναστάτωση, αφού έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία της αγοράς και υπονόμευε το κύρος και την αξιοπιστία των φορέων χρηματοδότησης, γι' αυτό μπαίνουν στο μικροσκόπιο των αρχών όλες οι εγγυητικές επιστολές που έχουν κατατεθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες, από κάποια στιγμή και μετά και για συγκεκριμένες επενδύσεις, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους, ή αν προέρχονται από το κύκλωμα των πλαστογράφων.
Όπως ανακοίνωσαν σήμερα ο διευθυντής της Οικονομικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Απόστολος Αλαμάνας, μαζί με τον εκπρόσωπο της ΕΛΑΣ, Χρήστο Παρθένη, την μεγάλη κομπίνα είχαν στήσει δύο διαφορετικά κυκλώματα, που αποτελούνταν από συνολικά έξι εταιρείες διαμεσολάβησης (τρεις το καθένα) και δραστηριοποιούνταν από το 2011.
Η Οικονομική Αστυνομία ερευνά την υπόθεση εδώ και περίπου έξι μήνες, έπειτα από καταγγελίες του υπουργείου Ανάπτυξης, σύμφωνα με τις οποίες, κάποιες εγγυητικές επιστολές που είχαν υποβληθεί με τους φακέλους για χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων, δεν φαίνονταν και πολύ «καθαρές».
Με την υποβολή της δικογραφίας στον Οικονομικό Εισαγγελέα, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των 17 ατόμων και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης για τέσσερις από τους εμπλεκόμενους.
Συνελήφθησαν τρεις από αυτούς, ηλικίας 30, 53 και 59 ετών, οι οποίοι με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στον ανακριτή.
Οι ποινικές διώξεις είναι σε βαθμό κακουργήματος και αφορούν τα αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της πλαστογραφίας, της απάτης και της παράβασης της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου.
Η μεγάλη κομπίνα, όπως είπε ο ταξίαρχος κ. Αλαμάνας, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, γινόταν ως εξής:
Οι επίμαχες εταιρείες πλαστογραφούσαν εγγυητικές επιστολές ή παρείχαν άλλες που φέρονταν ότι προέρχονταν από τράπεζες του εξωτερικού, που δεν περιλαμβάνονται στην λίστα της Τράπεζας Ελλάδος, τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι κατέθεταν στις αρμόδιες υπηρεσίες για να ενταχθούν στα χρηματοδοτικά προγράμματα.
Τις εγγυητικές αυτές επιστολές τις παρείχαν με μεγάλα κέρδη σε άτομα ή εταιρείες που δεν είχαν την περιουσιακή επιφάνεια για να πάρουν νόμιμη επιστολή από κάποια τράπεζα, οι οποίοι, ανάλογα με το ποσό, πλήρωναν προκαταβολικά τους πλαστογράφους.
Στη συνέχεια, όπως επισημαίνεται από την ΕΛΑΣ, οι επενδυτές κατέθεταν τις εγγυητικές επιστολές είτε στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, για ποσά άνω των 2.000.000 ευρώ, είτε σε άλλους φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως Περιφερειακές Ενότητες της επαρχίας, πανεπιστήμια, νοσοκομεία κ.λπ., πετυχαίνοντας την εκταμίευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την υλοποίηση σχετικών αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Αποτέλεσμα της δράσης αυτών των εταιρειών ήταν να ζημιώνεται το ελληνικό Δημόσιο με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Μέχρι στιγμής έχει προκύψει και για τις έξι εταιρείες ότι μόνο προς το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατέθεσαν πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές ύψους 18.240.000 ευρώ. Με τη διαδικασία αυτή θα εκταμιεύονταν άμεσα υπερπολλαπλάσια χρηματικά ποσά για αναπτυξιακά προγράμματα, από τον κρατικό προϋπολογισμό ή σε κάποιες περιπτώσεις από κοινοτικές επιδοτήσεις.
Εκτός από το παραπάνω όμως, ενδεικτικά αναφέρεται ότι μια από τις τρεις εταιρίες του ενός κυκλώματος έλαβε αμοιβές για την κατάρτιση και προμήθεια των εγγυητικών επιστολών, που ανέρχονται στο ποσό των 1.528.102,74 ευρώ, ενώ η συνολική αξία των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσε υπερβαίνει το ποσό των 30.000.000 ευρώ.
Όσον αφορά την εγκληματική δράση των άλλων τριών εταιρειών διαπιστώθηκε ότι κατήρτισαν και κατέθεσαν απευθείας στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας πλαστές εγγυητικές επιστολές, με σκοπό την εκταμίευση χρηματικών ποσών από διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα και συγκεκριμένα:
• Η μία εταιρεία αιτήθηκε τη χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Για το λόγο αυτό κατέθεσε ως δικαιολογητικό πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.730.000 ευρώ, που φερόταν να έχει εκδοθεί από ξένη τράπεζα.
• Η δεύτερη εταιρεία αιτήθηκε τη χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 4.350.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.345.000 ευρώ, η οποία και πάλι φερόταν ότι έχει εκδοθεί από ξένο τραπεζικό ίδρυμα.
• Η τρίτη εταιρεία αιτήθηκε τη χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 9.240.000 ευρώ και πάλι από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 9.240.000 ευρώ, η οποία και στην περίπτωση αυτή φερόταν να έχει εκδοθεί από ξένο τραπεζικό ίδρυμα. Σημειώνεται ότι η εταιρεία για την εξυπηρέτηση με την συγκεκριμένη επιστολή, φέρεται να εισέπραξε από τον επενδυτή 120.000 ευρώ.
Τα προγράμματα χρηματοδότησης, για τα οποία οι κατηγορούμενοι χορηγούσαν πλαστές εγγυητικές επιστολές, αφορούσαν κυρίως επιδοτήσεις για ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, αγροτικές καλλιέργειες και προγράμματα πληροφορικής.
Η έρευνα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, προκειμένου να διακριβωθεί πλήρως το εύρος της παράνομης δραστηριότητας των επίμαχων εταιρειών, των εμπλεκομένων προσώπων και η τυχόν συμμετοχή τους σε συναφείς δραστηριότητες.