“Η μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το ξέσπασμα της κρίσης, σχεδόν πέντε χρόνια πριν, είναι αξιοσημείωτη”, επισημαίνει σε άρθρο του στη Wall Street Journal o διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, εξηγώντας πως το 2013 η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα σχεδόν 1% του ΑΕΠ από πρωτογενές έλλειμμα 10,5% του ΑΕΠ το 2009., την ίδια στιγμή που η ανταγωνιστικότητα – σε όρους κόστους εργασίας - έχει βελτιωθεί κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 30%.
Αυτό που κάνει τα επιτεύγματα αυτά ιδιαιτέρως εντυπωσιακά, σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, είναι ότι έχουν συμβεί εν μέσω της συρρίκνωσης της οικονομίας κατά 25% τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ η εκτίμησή του είναι ότι αυτή η πρόοδος θα συνεχιστεί.
Αναφερόμενος ειδικά στον τραπεζικό κλάδο, ο κ. Προβόπουλος υπογραμμίζει πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης και στη συνέχεια της κυπριακής, όλες οι καταθέσεις στην Ελλάδα προστατεύθηκαν απολύτως. “Σήμερα, ο τραπεζικός τομέας αποτελείται από τέσσερις καλά ανακεφαλαιοποιημένους, βιώσιμους τραπεζικούς ομίλους και λίγες μικρότερες τράπεζες. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες απολαμβάνουν τις συνέργειες και τις οικονομίες κλίμακας και εξαλείφουν την πλεονάζουσα δυναμικότητα, ενώ επικεντρώνονται στις βασικές τους δραστηριότητες – εκχωρώντας μη τραπεζικές εργασίες και εξορθολογίζοντας τα δίκτυα και τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό”, προσθέτει.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σχολιάζει ότι “οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα φέρνουν πράγματι αποτελέσματα”, και εξηγεί: “Από την κορύφωση της ελληνικής κρίσης στα μέσα του 2012 μέχρι σήμερα, τα spreads των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου έχουν μειωθεί δραματικά, οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών έχουν υπερδιπλασιαστεί, οι καταθέσεις σταδιακά επιστρέφουν στο τραπεζικό σύστημα και αρκετοί οικονομικοί δείκτες γυρίζουν σε θετικό πρόσημο. Αναμένω την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης εφέτος, συγκρατημένα στην αρχή και πιο δυναμικά στη συνέχεια”.
Αναγνωρίζει πάντως ότι παραμένουν μπροστά μας σημαντικές προκλήσεις και εκτιμά ότι θα απαιτηθούν και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης και αναδιατάξεις στους επιχειρηματικούς τομείς, που όμως θα είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν μέσα σε μια οικονομία η οποία ανακάμπτει.
“Η καταιγίδα που έπληξε την ελληνική οικονομία βοήθησε τους Έλληνες να αντιληφθούν πως η χώρα μας αντιμετώπιζε το εξής πρόβλημα: οποιοδήποτε βραχυπρόθεσμο όφελος ανταγωνιστικότητας που θα προέκυπτε από μία ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή, όπως πράγματι εισηγούνταν οι καταστροφολόγοι, αμέσως θα εξανεμιζόταν, καθώς η χώρα θα επέστρεφε στις παλιές κακές συνήθειες των άτολμων μεταρρυθμίσεων και του υψηλού πληθωρισμού, που θα την καθιστούσαν μη ανταγωνιστική και ευάλωτη σε ύφεση και κρίσεις. Έτσι, ο ελληνικός λαός διέβλεψε αυτό που οι καταστροφολόγοι δεν μπορούσαν να διαβλέψουν: ότι η μελλοντική του ευημερία και ασφάλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το ευρώ”, καταλήγει.