Τι ισχύει για τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας επαγγελματιών

Η εξάρτηση στην εργασία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει οδηγίες και εντολές στον εργαζόμενο

Μεταξύ των διάφορων μορφών έννομων σχέσεων του εργατικού δικαίου, σημαντική είναι η σχέση εξαρτημένης εργασίας, που συνδέει δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα (εργαζόμενος) υποχρεώνεται να παρέχει, με  αντάλλαγμα  ορισμένη  αμοιβή, στο άλλο (εργοδότη) την εργασία  του, ευρισκόμενο σε κατάσταση εξάρτησης απέναντι στο τελευταίο.

Η εξάρτηση στη σχέση εργασίας εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει οδηγίες και εντολές στον εργαζόμενο, σχετικά με τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, καθώς και να ασκεί  έλεγχο προκειμένου να διαπιστώσει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς τις οδηγίες του και εντολές του.

Οπότε, τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι η εργασία και ο μισθός.

Από τα στοιχεία της έννοιας της εργασίας, ιδιαίτερα σημαντική είναι η διάκρισή της σε  εξαρτημένη  και  ανεξάρτητη, διότι προϋπόθεση για την εφαρμογή του εργατικού δικαίου είναι η ύπαρξη εξαρτημένης εργασίας.

Έτσι, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού.  Ωστόσο και στην σύμβαση αυτή, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, και γι' αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.

Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το αν συντρέχουν  σωρευτικά όλα τα στοιχεία αυτά.

Μία σύμβαση εργασίας δεν την κάνει εξαρτημένη ή ανεξάρτητη μόνο η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το αν έχουμε εξαρτημένη ή ανεξάρτητη σύμβαση εργασίας το κρίνουμε, από την  ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και φυσικά δίνουν νομικό έρεισμα για  την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.

Ένας τρόπος για να δούμε αν πρόκειται για σχέση εξαρτημένης εργασίας είναι η διάρκεια παροχής της εργασίας αυτοπροσώπως στον ίδιο εργοδότη, οπότε αν αυτή παρέχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη  για εννέα (9) συνεχείς μήνες, τότε πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.

Επίσης, ένα άλλο κριτήριο για το χαρακτηρισμό μίας σύμβασης εργασίας ως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι εάν ο εργαζόμενος  διατηρεί  την ελευθερία  και την πρωτοβουλία να καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες εργασίας  του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη.

Μία εργασιακή σχέση είναι εξαρτημένη, αν υπάρχει σταθερό (ημερήσιο, εβδομαδιαίο) ωράριο και προσδιοριζόμενος  από τον εργοδότη τόπος παροχής της εργασίας, προσδιοριζόμενη από τον εργοδότη μέθοδος  εκτέλεσης της  εργασίας, η ένταξη του εργαζομένου σε μια ιεραρχικά οργανωμένη υπηρεσία ή εκμετάλλευση, η  δυνατότητα πειθαρχικού ελέγχου, ο τρόπος και η μέθοδος αμοιβής (προσδιορισμός  μισθού), η φορολογική και  κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση του εργαζομένου (παρακράτηση και απόδοση φόρου μισθωτών υπηρεσιών και η υπαγωγή, για παράδειγμα, στην ασφάλιση του ΙΚΑ.

Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν ταυτόχρονα σε κάθε εργασιακή σχέση, προκειμένου  να  χαρακτηριστεί ως εξαρτημένη, ούτε είναι δυνατόν να ιεραρχηθούν.

Αυτό συμβαίνει γιατί με σχέση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να απασχολείται τόσο ένας ανειδίκευτος  εργάτης  όσο και ένας υπάλληλος  σε ανώτερη ιεραρχικά θέση, ή ακόμη και ένας κατ’ οίκονεργαζόμενος.

Γενικά όσον αφορά την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών, έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι υπάρχει σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών στην εργασία του λογιστή, όταν αναλαμβάνει περιστασιακά εγγραφές ή διατηρεί δικό του λογιστικό γραφείο και εξυπηρετεί περισσότερους  πελάτες, ως ελεύθερος επαγγελματίας  καθώς και σε άλλες περιπτώσεις.

Όταν  υπάρχει αμφιβολία αν υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης  εργασίας ή άλλου είδους σύμβαση παροχής  εργασίας, τότε θα πρέπει να εξετάζεται το περιεχόμενο  της σύμβασης, η βούληση  των μερών, αλλά και οι  συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία.

Ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας, σύμβασης έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ανήκει  στο  δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμεύεται από  τον χαρακτηρισμό που έχουν προσδώσει σε αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή ο εργαζόμενος και ο εργοδότης.

Χρύσα Τσιώτση

LL.B, LL.M

Δικηγόρος

[email protected]