Οι σχέσεις οφειλέτη-δανειστή και η έννοια της υπερημερίας

Αμέλεια θεωρείται ότι υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές

Πολλές φορές ακούμε τη σχέση οφειλέτη – δανειστή και ιδίως στις μέρες μας αυτή η σχέση είναι στο επίκεντρο της οικονομικής και επαγγελματικής ζωής όλων μας.

Πότε όμως ενέχεται ο οφειλέτης έναντι του δανειστή ;

Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του.

Αμέλεια θεωρείται ότι υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ:

  • Άκυρη είναι κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια.

  • Άκυρη είναι επίσης η εκ των προτέρων συμφωνία ότι δεν θα ευθύνεται ο οφειλέτης και για ελαφριά ακόμη αμέλεια, αν ο δανειστής βρίσκεται στην υπηρεσία του οφειλέτη ή η ευθύνη προέρχεται από την άσκηση επιχείρησης για την οποία προηγήθηκε παραχώρηση της αρχής.

  • Το ίδιο ισχύει και αν η απαλλακτική ρήτρα περιέχεται σε όρο της σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ή αν με τη ρήτρα απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την ευθύνη για προσβολή αγαθών που απορρέουν από την προσωπικότητα και ιδίως της ζωής, της υγείας, της ελευθερίας ή της τιμής.

  • `Οποιος ευθύνεται με μέτρο μόνο την επιμέλεια που δείχνει συνήθως στις δικές του υποθέσεις δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για βαριά αμέλεια.

Επίσης, ίσως λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο Νόμος ορίζει ότι :

Ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα (υπαιτιότητα) των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή (οι λεγόμενοι προστηθέντες), όπως για δικό του πταίσμα.

Αδυναμία για εκπλήρωση

Αν κατά την εκπλήρωσή της η παροχή είναι ολικά ή μερικά αδύνατη για λόγους που είτε είναι γενικοί είτε αφορούν τον οφειλέτη, αυτός έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή που επέρχεται από την αδυναμία.

ΩΣΤΟΣΟ

Ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Οφείλει όμως αμέσως, μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή.

Τι συμβαίνει όμως σε περίπτωση μερικής υπαίτιας αδυναμίας του οφελέτη να εκπληρώσει την παροχή του προς τον δανειστή;

Τότε, ο δανειστής, μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόκληση από τον οφειλέτη, αν δεν έχει συμφέρον στη μερική εκπλήρωση, έχει δικαίωμα να την αρνηθεί εντελώς και να θεωρήσει την αδυναμία ολική.

Αν ο οφειλέτης απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή του, επειδή βρισκόταν σε αδυναμία να την εκπληρώσει από γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη οφείλει να αποδώσει στο δανειστή καθετί που περιήλθε σ` αυτόν εξαιτίας αυτού του γεγονότος.

Επίσης, σε πολλές συμβάσεις διαβάζουμε τον όρο υπερημερία. Τι σημαίνει όμως αυτό;

Ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή (εξώδικη όχληση είναι το εξώδικο, όπως είναι γενικά γνωστό ενώ δικαστική όχληση είναι π.χ η διαταγή πληρωμής. Τόσο το εξώδικο όσο και η διαταγή πληρωμής κοινοποιούνται στον οφειλέτη με δικαστικό επιμελητή).

Αν τώρα για την εκπλήρωση μίας συμβατικής παροχής συμφωνηθεί ορισμένη (δήλη) ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής, χωρίς δηλαδή να απαιτείται δικαστική ή εξώδικη όχλησή του.

Βέβαια, ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, όπως π.χ γεγονότα ανωτέρας βία, π.χ σεισμός, πυρκαγιά, φυσική καταστροφή, απεργία κ.λ.π.

Ο υπερήμερος οφειλέτης εκτός από την παροχή οφείλει και αποζημίωση για τη ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση.

Αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον στηνεκπλήρωση της παροχής, έχει δικαίωμα, μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, να αποκρούσει την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση.

Ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της υπερημερίας ευθύνεται για κάθε αμέλεια. Ευθύνεται επίσης για τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και αν η παροχή εκπληρωνόταν έγκαιρα.

Τι συμβαίνει όμως σε περίπτωση υπερημερίας επί χρηματικής οφειλής

`Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο, υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Ο δανειστής, αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν.

«Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως.

Σημαντικό είναι ότι με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας.

Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.

Δεν υπάρχει όμως μόνο η υπερημερία του οφειλέτη, αλλά και αυτή του δανειστή.

Πότε λοιπόν ο δανειστής γίνεται υπερήμερος ;

Ο δανειστής γίνεται υπερήμερος, αν δεν αποδέχεται την παροχή που του προσφέρεται.

ΦΥΣΙΚΑ, η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και η προσήκουσα.

Ο δανειστής γίνεται υπερήμερος και με προσφορά του οφειλέτη μη πραγματική, αν δήλωσε ήδη ότι δεν δέχεται την παροχή.

Ο δανειστής γίνεται επίσης υπερήμερος,αν, μολονότι προσκλήθηκε από τον οφειλέτη, δεν προβαίνει στην απαιτούμενη πράξη ή σύμπραξη, χωρίς την οποία δεν μπορεί ο οφειλέτης να εκπληρώσει την παροχή.