Αλλαγή σελίδας για το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας σηματοδοτεί η πρώτη ομολογιακή έκδοση 5-ετούς διάρκειας που πραγματοποιήθηκε με τεράστια επιτυχία στις 9 και 10 Απριλίου 2014, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
"Με την ολική επαναφορά της χώρας στις αγορές κλείνει ένας επώδυνος κύκλος προσαρμογής, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι ξένοι επενδυτές ότι η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας θα συνεχισθεί και ότι η ανάκαμψη θα είναι βιώσιμη, και διασκεδάζοντας τις αβεβαιότητες περί ύπαρξης χρηματοδοτικού κενού", αναφέρει χαρακτηριστικά στην έκθεσή της τράπεζα.
"Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές μετά από τέσσερα χρόνια, αποτελεί πραγματικότητα, επιβεβαιώνοντας με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο την επιτυχία του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και την διάψευση όλων εκείνων που προέβλεπαν αποτυχία του προγράμματος και έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Το εγχείρημα εξόδου στις αγορές έρχεται λίγες εβδομάδες μετά την εντυπωσιακή ανταπόκριση των ξένων επενδυτών στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των δύο συστημικών τραπεζών (Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς) στις οποίες οι συντελεστές κάλυψης ξεπέρασαν κάθε προσδοκία", προσθέτει.
Στην έκθεση της Alpha Bank αναφέρεται: "Η ομολογιακή έκδοση έτυχε υψηλής ζήτησης αφού υπερκάλυψε την προσφορά πάνω από 6 φορές, με αποτέλεσμα το βιβλίο προσφορών να ολοκληρωθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, σε μία σπάνια επίδειξη προσεκτικής και οργανωμένης επαναπροσέγγισης των αγορών από μία χώρα που ήταν επαρκώς προετοιμασμένη λόγω της επιτυχούς προσαρμογής που επετεύχθη τα τελευταία χρόνια και της επιτυχούς κατάληξης των διαπραγματεύσεων με την τρόικα.
Αξιοσημείωτο ότι στην έκδοση συμμετείχαν κυρίως μακροπρόθεσμοι θεσμικοί επενδυτές και hedge funds και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού που τοποθετήθηκαν, διαβλέποντας στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Το ελληνικό δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ με επιτόκιο 4,95%.
Εκτιμάται δε, ότι το επιτόκιο αυτό θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό το επιτόκιο και των εκδόσεων εταιρικών ομολόγων, προσφέροντας ανάσα ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα. Ήδη όλες οι εταιρικές ομολογιακές εκδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων διαπραγματεύονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τιμών σε σχέση με την αρχική τιμή έκδοσης, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι οι ξένοι επενδυτές εμπιστεύονται και τις προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων.
Προάγγελος της θετικής αντιμετώπισης που θα τύγχανε η ομολογιακή έκδοση 5-ετούς διάρκειας της Ελληνικής Δημοκρατίας αποτέλεσε η δημοπρασία των 6-μηνων (26 εβδομάδων) εντόκων γραμματίων, στις 8 Απριλίου 2014. Το έντονα υψηλό αγοραστικό ενδιαφέρον οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση 59 μβ του επιτοκίου των 6-μηνων εντόκων γραμματίων μόλις σε διάστημα ενός μήνα. Η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού δημοσίου είναι άκρως εντυπωσιακή και επιβεβαιωτική της μελλοντικής πορείας των επιτοκίων όταν τον Απρ.2013 το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων διαμορφώνονταν στο 4,25% και τον Απρ.2011 στο 4,80%. Συγκεκριμένα στη δημοπρασία της 8.4.2014 το επιτόκιο των 6-μηνων εντόκων υποχώρησε στο 3,01% από 3,60% που ήταν στην τελευταία αντίστοιχη δημοπρασία του Μαρτίου, ενώ ο ΟΔΔΗΧ κατόρθωσε να αντλήσει το ποσό των €1,3 δισ.. Συνολικά υποβλήθηκαν προσφορές ύψους €3,103 δισ. πού υπερκάλυψαν το ζητούμενο ποσό κατά 3,1 φορές, όταν στην τελευταία αντίστοιχη δημοπρασία ο συντελεστής κάλυψης ήταν μόλις 2,31 φορές, με τους ξένους θεσμικούς επενδυτές να έχουν σημαντική συμμετοχή στην έκδοση".
Η Alpha Bank χαρακτηρίζει "άκρως εντυπωσιακή εξέλιξη" το γεγονός ότι το ενδιαφέρον των αγορών δεν επηρεάσθηκε από την αναβολή ανακοίνωσης του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s της αλλαγής της αξιολόγησης της χώρας για την 1η Αυγούστου 2014. Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα αξιολογείται από την Moody΄s εννέα βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία (investment grade), ενώ η S&P και η Fitch την αξιολογούν με B+, έξι βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία.
"Η στάση της Moody’s θυμίζει το "Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων" του Μεγάλου Αλεξάνδρου", αναφέρει χαρακτηριστικά η τράπεζα και προσθέτει: "Απορεί κανείς τι χρήση πλέον μπορεί να έχουν οι δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας όταν οι επενδυτές συνωστίζονται να αγοράσουν το ομόλογο της Ελληνικής Δημοκρατίας που η Moody’s διαβαθμίζει ως Caa3. To κουπόνι του ελληνικού ομολόγου θα ήταν ακόμη χαμηλότερο εάν η Moody’s είχε αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία την περασμένη εβδομάδα, όπως περίμεναν ευρέως οι αγορές, καθώς είχε ενδεικτικά ανακοινωθεί ότι την 4η Απριλίου ίσως υπάρξει αλλαγή του αξιόχρεου της χώρας. Για άλλη μια φορά, οι εκτιμήσεις της Moody’s απέτυχαν να αποτρέψουν τους επενδυτές να τοποθετηθούν σε ελληνικά ομόλογα. Έτσι, σήμερα η Moody’s εμφανίζεται να έπεται απελπιστικά, αντί να ηγείται, των προσδοκιών της αγοράς".
Ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας σε εγχώριο επίπεδο
Η τράπεζα επισημαίνει ταυτόχρονα ότι "η συγκυριακή πρόσβαση του δημοσίου στις αγορές δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι, βεβαίως, σημαντικό προαπαιτούμενο αλλά ο δρόμος για την αναπτυξιακή απογείωση της οικονομίας μας είναι ακόμη μακρύς. Δεν νοείται μακροοικονομική ισορροπία με 27% ανεργία, εκτός εάν θεωρήσουμε ότι η ανεργία είναι όλη διαρθρωτική. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όμως, θα έχουμε αποτύχει σαν κοινωνία.
Επίσης, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την επαναφορά σε καθεστώς κάλυψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω δανεισμού. Απλώς γίνεται μία προσπάθεια αποκατάστασης της καμπύλης επιτοκίων για διάφορες χρονικές διάρκειες έτσι ώστε να κτισθεί μία νέα αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων, μετά από την τραυματική εμπειρία της κρίσης. Αυτό γίνεται έτσι ώστε να υπάρχουν και επιτόκια αναφοράς για πιθανή πρόσβαση μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές και, εν γένει, να τιμολογηθούν εκ νέου χρηματοοικονομικά προϊόντα που ενσωματώνουν ελληνικό κίνδυνο.
Βεβαίως, οι κανόνες της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης επιβάλλουν να ανακοινώσει η κυβέρνηση την χρήση των πόρων που αντλήθηκαν, καθώς τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές είναι υπερδιπλάσια από τα επιτόκια του δανεισμού μέσω Τρόϊκας. Το κόστος αυτό, βεβαίως, αντισταθμίζεται από τις θετικές επιδράσεις που ασκεί στις προσδοκίες η ανακοίνωση της επιτυχούς επιστροφής της χώρας μας στις αγορές, αλλά και από την πτώση των επιτοκιων των εντόκων γραμματιών του δημοσίου που προκαλεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Με τα δίδυμα πλεονάσματα στο πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, την ανάκτηση της χαμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την άρση των συνθηκών προστασίας από τον ανταγωνισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η ελληνική οικονομία εισέρχεται πλέον δυναμικά σε μία νέα φάση εξωστρεφούς ανάπτυξης. Στην φάση αυτή, η λειτουργία της οικονομίας δεν θα στηρίζεται στην δημιουργία πλασματικού κύκλου εργασιών για τις επιχειρήσεις και μη παραγωγικών θέσεων εργασίας στο δημόσιο, λόγω ενίσχυσης της ζήτησης μέσω δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Θα ζούμε με ό,τι παράγουμε και θα προσπαθούμε να μεγιστοποιήσουμε την παραγωγή, και όχι με τα λεφτά των άλλων μεγιστοποιώντας την δαπάνη μέσω δανεισμού από το εξωτερικό. Η ζήτηση στην οικονομία θα προκύπτει από την ανταγωνιστική παραγωγή και απασχόληση και, ως εκ τούτου, η ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν θα στηρίζεται σε «εύκολα» κέρδη των εσωστρεφών (και προστατευόμενων στο παρελθόν) κλάδων αλλά στην βάση της σχετικής κερδοφορίας των εξωστρεφών κλάδων υψηλής παραγωγικότητας.
Η Ελλάδα θα χρηματοδοτεί τις αυξημένες επενδύσεις της στην εγχώρια οικονομία από την εγχώρια αποταμίευση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της και όχι με ελλείμματα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών της που χρηματοδοτούνταν κατά κύριο λόγο από ξένες αποταμιεύσεις ανελλιπώς έως το 2009. Η ανάπτυξη και η αύξηση των εγχώριων εισοδημάτων θα στηρίζεται στην αυξημένη εγχώρια παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών), τα οποία θα πωλούνται στην εγχώρια οικονομία και στο εξωτερικό, με πλεονάσματα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών της χώρας.
Η αύξηση της εγχώριας παραγωγικής δυναμικότητας για την παραγωγή σε μεγάλο βαθμό διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων θα πραγματοποιείται με αυξημένες επενδύσεις που συνολικά θα χρηματοδοτούνται από τις αυξημένες εγχώριες αποταμιεύσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Η αγορά στην οποία απευθυνόμαστε είναι η παγκόσμια αγορά στην οποία θα μπορούμε να πωλούμε απεριόριστες ποσότητες προϊόντων, αρκεί να τα παράγουμε σε διεθνώς ανταγωνιστικό κόστος. Η εποχή που δανειζόμαστε μεγάλες και αυξανόμενες ποσότητες κεφαλαίων από το εξωτερικό για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε εγχώρια ζήτηση για προϊόντα που δεν ήταν διεθνώς ανταγωνιστικά θα πρέπει να θεωρείται οριστικά ως παρελθόν.
Η μεταφορά πόρων από τις παραδοσιακές στις δυναμικές δραστηριότητες, που έχει ήδη αρχίσει, θα συνεχισθεί σε βάθος χρόνου με ρυθμούς που θα επηρεάζονται από τον βαθμό προσήλωσης της οικονομικής πολιτικής στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Είναι πολύ εύκολο η χώρα να ξαναμπεί σε κρίση ένα δεν υπάρξει εγρήγορση να διατηρηθεί η σταθερότητα που διασφαλίζουν τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Απορρόφηση ανεργίας
Η απορρόφηση της ανεργίας δεν πρόκειται να επιτευχθεί με την επιστροφή σε πολιτικές ενεργούς ζήτησης (αν και είναι αμφίβολο εάν θα υπάρχουν επενδυτές να χρηματοδοτούν τα νέα ελλείμματα), αλλά με την στροφή προς νέες παραγωγικές δραστηριότητες στην βάση της εμπιστοσύνης που φέρνει η δημοσιονομική σταθερότητα. Τα πρωτογενή πλεονάσματα απαιτούνται για την πληρωμή των τόκων του δημοσίου χρέους (που έχει αναδιαρθρωθεί με μέση διάρκεια άνω των 17 ετών και επιτόκιο κάτω του 2%). Από εκεί και πέρα, η χώρα μπορεί να βγαίνει άνετα στις αγορές για να δανείζεται τα χρεολύσια (που δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τα €8 έως €10 δισ. τον χρόνο σε όλη την περίοδο από το 2016 έως το 2047), έτσι ώστε το δημόσιο χρέος να παραμένει αμετάβλητο σε ονομαστικούς όρους, και να μειώνεται σε πραγματικούς όρους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) καθώς η οικονομία θα αναπτύσσεται. Δεν πρέπει το χρέος να δημιουργεί φοβικά σύνδρομα όσο διατηρείται η δημοσιονομική σταθερότητα. Περαιτέρω ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους που βρίσκεται στο χαρτοφυλάκιο επίσημων κρατικών φορέων και οργανισμών είναι, βεβαίως, καλοδεχούμενη, αν και το όφελος θα είναι σχετικά μικρό, και σε κάθε περίπτωση θα εγείρει αντισταθμιστικές υποχρεώσεις.
Προσπάθειες, όμως, διαφορετικής αντιμετώπισης του χρέους θα είναι αδιέξοδες. Στον βαθμό που θα πρέπει να διαφυλάσσεται η δημοσιονομική σταθερότητα για να μπορούμε να δανειζόμαστε στις αγορές, μαγικές λύσεις, δυστυχώς, δεν υπάρχουν.
Το ζητούμενο, λοιπόν, από εδώ και πέρα είναι μία οικονομία προσανατολισμένη προς τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, που από τη φύση τους για να παραχθούν απαιτούν μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα λόγω της έκθεσης των κλάδων αυτών στον διεθνή ανταγωνισμό. Η έκθεση μίας οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό είναι αναγκαία διότι μόνον έτσι μπορούν να ενσωματώνονται και στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία όλες οι νέες τεχνολογίες, καινοτομίες, τεχνικές διοίκησης κ.λπ. που διαθέτουν οι ξένες επιχειρήσεις με ισχυρή παρουσία στην διεθνή αγορά.
Και αυτό επιτυγχάνεται μέσω του ανταγωνισμού της εγχώριας παραγωγής για εξαγωγές και υποκατάσταση εισαγωγών με τα προϊόντα των ξένων εταιρειών. Ο ανταγωνισμός αυτός είναι επιθυμητός διότι έτσι δημιουργούνται υψηλότερα εισοδήματα και πραγματικές (παραγωγικές) θέσεις εργασίας σε μονιμότερη βάση. Η παραγωγική μηχανή της χώρας είναι έτσι σε θέση να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, και στον τεχνολογικό/οικονομικό αλλά και στον θεσμικό/κοινωνικό τομέα. Και αυτό είναι με την σειρά του απαραίτητο έτσι ώστε οι ασυνέχειες από τις αλλαγές, καθώς και τα φαινόμενα καθυστέρησης προσαρμογής στα διεθνώς τεκταινόμενα, να περιορίζονται, στο ελάχιστο δυνατό. Αποφεύγεται με αυτό τον τρόπο η εδραίωση παραγωγικών δομών χαμηλής τεχνολογικής διείσδυσης, απολιθωμένων εργασιακών σχέσεων και προστασίας από τον ανταγωνισμό προνομιούχων ομάδων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Οι δομές αυτές απαιτούν συνεχή δανεισμό από το εξωτερικό για να καλυφθούν τα ανοίγματα που δημιουργούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, δανεισμό μάλιστα που είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί εάν τα λεφτά δεν επενδύονται σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Τα πλεονεκτήματα για τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας
Βεβαίως, η μεταφορά πόρων προς τους πιο εξωστρεφείς και τους πιο παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και να αυξηθεί το τεχνολογικό και καινοτομικό περιεχόμενο της παραγωγής δεν αρκούν οι εξωγενείς δράσεις στο πεδίο των κρατικών παρεμβάσεων και πολιτικών. Πρέπει, πρωτίστως, να αυξηθεί η σχετική κερδοφορία των επενδύσεων στους εξωστρεφείς και δυναμικούς κλάδους. Διότι η κερδοφορία φέρνει τις επενδύσεις και οι επενδύσεις την αύξηση της παραγωγικότητας.
Το γεγονός ότι δεν έχουμε ισχυρή παρουσία ως χώρα στους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών οφείλεται στο ότι, στο παρελθόν τουλάχιστον, τα κέρδη έβγαιναν πιο εύκολα στους μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους όπου οι απαιτήσεις ανταγωνισμού ήταν, αν όχι ανύπαρκτες, τουλάχιστον μηδαμινές, σε αντίθεση με τα κέρδη στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους που απαιτούσαν σχεδιασμό, τεχνολογίες, οργάνωση κ.λ.π., καθώς ο ανταγωνισμός είναι οξύτατος. Αυτό που έχει σημασία για την ανταγωνιστικότητα είναι η εξέλιξη του σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας, δηλαδή της σχετικής κερδοφορίας, και όχι εάν η όποια βελτίωση προέρχεται από μισθούς ή την παραγωγικότητα. Οι υψηλοί γερμανικοί μισθοί δεν εμποδίζουν τις εξαγωγές της Γερμανίας να έχουν κατακτήσει όλο τον κόσμο, ακριβώς διότι το σχετικό μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Γερμανία παραμένει σταθερό, βρέξει-χιονίσει.
Οι μισθοί δεν αυξάνουν ποτέ πέραν της αύξησης της παραγωγικότητας. Όταν, δε, ανατιμάται το Ευρώ, το αντισταθμίζουν με παρεμβάσεις στο εργασιακό κόστος. Δυστυχώς, δεν υπάρχει εναλλακτική στο σύστημα αυτό, ιδίως εάν έχεις μια οικονομία που ανταγωνίζεται όλες τις άλλες διεθνώς. Και, οι Γερμανοί αυτό το έχουν καταλάβει καλά".