Για το όφελος, ύψους 22. δισ., το οποίο θα προκύψει από πιθανή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, το οποίο δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί με βάση την επίδραση που θα έχει στον στόχο μείωσης του λόγου χρέους/ΑΕΠ έως το 2022, αλλά, αντιθέτως, να μετρηθεί με όρους καθαρής παρούσας αξίας, μιλούν αναλυτές της Deutsche Bank σε έκθεσή τους που βγήκε την Τρίτη στη δημοσιότητα.
Ως προς τον στόχο μείωσης του λόγου χρέους/ΑΕΠ έως το 2022, μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων θα έχει περιορισμένο όφελος. Και αυτό, διότι τα διμερή δάνεια που έχει λάβει η Ελλάδα και τα δάνεια από το EFSF έχουν ήδη μέση διάρκεια ωρίμανσης 17 και 30 ετών αντίστοιχα, ενώ και η πληρωμή τόκων για τα δάνεια του EFSF έχει «παγώσει» για διάστημα 10 ετών.
Πιθανή χαλάρωση αυτών τον όρων δεν αποκλείεται να μειώσει τον λόγο χρέους/ΑΕΠ έως το 2022. Ωστόσο, σχολιάζει η Deutsche Bank, αυτή είναι μία μάλλον στενή ερμηνεία της βιωσιμότητας του χρέους, και προσθέτει ότι θα ήταν προτιμότερο να «μετρηθεί» ενδεχόμενο όφελος για την Ελλάδα με υπολογισμό της μείωσης του ελληνικού χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας (NPV).
Η γερμανική τράπεζα αναφέρεται σε περαιτέρω επιμήκυνση της ωρίμανσης του ελληνικού χρέους (τόσο των διμερών δανείων όσο και εκείνων από το EFSF). Τα περιθώρια μείωσης των επιτοκίων είναι περιορισμένα για τα δάνεια από το EFSF, αντιθέτως τα διμερή δάνεια επιβαρύνονται με επιτόκιο ίσο με τον τρίμηνο Euribor πλέον περιθωρίου 50 μονάδων βάσης, και το περιθώριο αυτό θα μπορούσε ακόμα και να μηδενιστεί.
Τονίζεται ότι η περαιτέρω αναδιάρθρωση σε συνδυασμό με επέκταση κατά 20 χρόνια της περιόδου αποπληρωμής, θα ισοδυναμεί με μείωση €26 δισ. ευρώ στο χρέος (πάντα σε όρους NPV), ήτοι 14% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2013. Αυτό, βέβαια, με την υπόθεση ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα κινείται έως το 2018 με τον τρόπο που προβλέπει το ΔΝΤ, και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό 4,75% μετά το 2018, και υποθέτοντας ότι το κόστος αναχρηματοδότησης αν δεν γινόταν επιμήκυνση θα ήταν 5%.