Η διαμόρφωση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνθηκών βιωσιμότητας του χρέους και αναβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και την αποκατάσταση αξιοπιστίας των ελληνικών τραπεζών, ανοίγοντας το δρόμο για την εξασφάλιση ρευστότητας και με πιο ανταγωνιστικούς όρους, τόνισε ο πρόεδρος της τράπεζας Πειραιώς, Μιχάλης Σάλλας, μιλώντας στο συνέδριο του ΣΕΒ με θέμα τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Ένα ρεαλιστικό σενάριο στην κατεύθυνση του να καταστεί το δημόσιο χρέος βιώσιμο με τρόπο πειστικό για τις αγορές, περιοριζόμενο μέχρι το 2020 κάτω του 100% του ΑΕΠ, προϋποθέτει, όπως ανέφερε ο κ. Σάλλας:
- τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού κατά 50% στο “κρατικό χρέος” (των 210 δισ. ευρώ) καθώς και την εξασφάλιση σταθερών επιτοκίων μέχρι το 2020,
- τη μετακύλιση των 17,5 δισ. ευρώ που αφορούν στην ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες από τα 41 δισ. ευρώ χρέους που λήγουν το 2014 και 2015 για τουλάχιστον 15 έτη, και
- τη μεταφορά στον ESM (European Stability Mechanism) χρέους 25 δισ. ευρώ, ποσό με το οποίο το ΤΧΣ χρηματοδότησε τα κεφάλαια των 4 συστημικών τραπεζών.
“Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση του εμφανίζει ένα πολύ καλύτερο κεφαλαιακό προφίλ με αποκατάσταση των δεικτών επάρκειας που είχαν καταρρεύσει με την εφαρμογή του PSI. Όμως, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν λόγω της ύφεσης εξακολουθούν να υπάρχουν. Το μέγεθος των δανείων σε καθυστέρηση έχει διογκωθεί, ωστόσο με την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη σχετική προετοιμασία των τραπεζών, εκτιμώ ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπίζεται σταδιακά και πολλές εταιρίες και κλάδοι θα αποκαθιστούν την υγιή λειτουργία τους”, τόνισε ο Μιχάλης Σάλλας.
Επεσήμανε παράλληλα ότι είναι κατάλληλη η στιγμή να ενισχυθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών, καθώς το τελευταίο διάστημα έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον από ξένα κεφάλαια να επενδύσουν στις ελληνικές τράπεζες. Το ενδιαφέρον αυτό, αν αξιοποιηθεί εγκαίρως, πέρα από το άμεσο οικονομικό όφελος θα έχει πολύ ευρύτερες θετικές συνέπειες, γιατί θα πείσει Έλληνες και ξένους, επενδυτές ή καταθέτες, για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σημείωσε.
Ανέφερε εξάλλου ότι οι τράπεζες, λόγω της ευθύνης που έφεραν και φέρουν έναντι των καταθετών, αλλά και λόγω της υποχρέωσης τους να μειώσουν τη χρηματοδότηση τους από το ευρωσύστημα, ανταποκρίνονται σε αιτήματα οικονομικά υγιών και δυναμικών επιχειρήσεων.