Στην κόπωση της Ελλάδας από τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και στις αυξημένες αντιστάσεις της κυβέρνησης στις επιταγές της τρόικας, λόγω του πολιτικού κόστους που απειλεί τη συνοχή της, αποδίδουν σε άρθρο τους οι Financial Times την καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, που πλέον διαρκούν δύο μήνες.
“Τι θα συμβεί αν μία χώρα σε πρόγραμμα διάσωσης τελικά αποφασίσει να πει “όχι”; Είναι μία ερώτηση που κάποιοι αξιωματούχοι της λεγόμενης τρόικας των διεθνών δανειστών έχουν αρχίσει να κάνουν στους εαυτούς τους για την Ελλάδα”, σημειώνει στο άρθρο της η εφημερίδα, εξηγώντας πως η διαφωνία της κυβέρνησης με την τρόικα πάει πιο βαθιά από τη συνηθισμένη διαμάχη για το δημοσιονομικό κενό, και αυτή τη φορά έχει πολιτικές προεκτάσεις.
“Ξεκάθαρα, αυτό που συνέβη είναι ότι τα πολιτικά “ατυχήματα” γίνονται πια πολύ προφανή”, δηλώνει στέλεχος της τρόικας στους Financial Times, που σημειώνουν πως, παρά την πρόσφατη καταψήφιση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, η κυβερνητική πλειοψηφία συνεχίζει να συρρικνώνεται, με τον ΣΥΡΙΖΑ να περιμένει στη γωνία για να ανατρέψει το πρόγραμμα.
“Μία κατάρρευση της κυβέρνησης συνεργασίας θα μπορούσε κάλλιστα να σημάνει το τέλος του προγράμματος διάσωσης όπως το ξέρουμε”, επισημαίνεται στο άρθρο.
Οι Financial Times σημειώνουν επίσης ένα ακόμα στοιχείο που φαίνεται ικανό να αλλάξει τα δεδομένα: Το γεγονός ότι η χώρα έχει πλέον πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή λαμβάνει περισσότερα από όσα δαπανά. “Ιστορικά, οι κυβερνήσεις που λαμβάνουν διεθνή βοήθεια γίνονται πολύ λιγότερο συνεργάσιμες μόλις μπορούν πλήρως να πληρώσουν για τις δικές τους καθημερινές δραστηριότητες”, παρατηρεί η εφημερίδα.
Και πού καταλήγουν όλα αυτά; “Υπάρχουν κάποιοι εντός της τρόικας και στα εθνικά υπουργεία Οικονομικών που πάντα πίστευαν πως μία έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι αναπόφευκτη. Αν η Αθήνα και οι δανειστές της δεν βρουν περισσότερους λόγους για συμβιβασμό, οι χειρότεροι φόβοι τους μπορεί να γίνουν πραγματικότητα”.