Εντελώς διαφορετικά, σε σχέση με πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times, είναι τα στοιχεία, που έδωσε στη δημοσιότητα ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, αναφορικά με την παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου στην Ελλάδα.
Το εν λόγω δημοσίευμα των Financial Times εμφάνιζε την Ελλάδα να υποχωρεί λόγω οικονομικής κρίσης κατά 7%, δηλαδή στους 94.000 τόνους, και την παραγωγή της Τουρκίας να αυξάνει κατά 12% και να ανέρχεται στους 108.000 τόνους.
Ωστόσο, βάσει των στοιχείων της νορβηγικής εταιρείας Kontali Analyse, τα οποία επικαλείται ο ΣΕΘ, το 2013 η συνολική παραγωγή της Ελλάδας ανέρχεται στους 123.000 τόνους, ενώ η παραγωγή της Τουρκίας στους 94.000 τόνους, και άρα η Ελλάδα διατηρεί την πρώτη θέση παγκοσμίως.
Όπως τονίζει στην ανακοίνωσή του ο ΣΕΘ, η τσιπούρα και το λαβράκι είναι το ελληνικό προϊόν διατροφής με τη μεγαλύτερη εξωστρέφεια, καθώς η αξία των εξαγωγών το 2012 ξεπέρασε τα 400 εκατ. ευρώ. Κάθε εβδομάδα, εξάγονται περίπου 2.000 τόνοι φρέσκιας ελληνικής τσιπούρας και λαβρακίου οδικώς και αεροπορικώς, σε περισσότερες από 30 χώρες ανά τον κόσμο.
Πάντως, ο ΣΕΘ αναγνωρίζει πως η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έχει καταστήσει τον κλάδο ιδιαίτερα ευάλωτο, απειλώντας τη βιωσιμότητά του μετά από 30 χρόνια πρωτιάς. “Μια πρωτιά, που κατακτήθηκε χωρίς τις εγγυήσεις του κράτους, όπως έγινε με άλλους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής, απειλείται να χαθεί επιβεβαιώνοντας το δημοσίευμα των Financial Times”, τονίζει ο ΣΕΘ και συνεχίζει: “H Πολιτεία και το τραπεζικό σύστημα πρέπει να ενεργοποιηθούν άμεσα και να υιοθετήσουν τα αναγκαία μέτρα που θα δώσουν λύσεις στα ουσιαστικά προβλήματα του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας έτσι ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις θαλασσοκαλλιέργειας να συνεχίσουν σταθερά να προσφέρουν φρέσκα ελληνικά ψάρια υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας στους καταναλωτές 30 και πλέον χωρών”.