Υπογράμμισε ότι μετά την απόφαση της Δευτέρας η διασφάλιση σταθερών επιτοκίων για μεγάλο μέρος του χρέους δημιουργεί σταθερότητα.
«Το θετικό σενάριο για τη χώρα είναι ρεαλιστικό και ήδη σε τροχιά, παρά την επένδυση της Νέας Δημοκρατίας στην αποτυχία της χώρας», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, και υπογράμμισε ότι μετά την απόφαση της Δευτέρας η διασφάλιση σταθερών επιτοκίων για μεγάλο μέρος του χρέους δημιουργεί σταθερότητα και προβλεψιμότητα για την Ελλάδα.
Η απόφαση του Eurogroup
Μιλώντας το βράδυ της Τετάρτης στην Κεντρική Εκδήλωση της Συνεργασίας Αριστερών Οικονομολόγων, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρθηκε στο Eurogroup και είπε ότι η απόφαση για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις. Ο κ. Δραγασάκης χαρακτήρισε μεγάλης σημασίας τη διασφάλιση σταθερών επιτοκίων για μεγάλο μέρος του χρέους, «γεγονός που δημιουργεί συνθήκες σταθερότητας και προβλεψιμότητας για την Ελλάδα σε περίοδο διεθνούς ρευστότητας και ανοδικής τάσης επιτοκίων».
«Το πιο σημαντικό από τα πρόσφατα βραχυπρόθεσμα μέτρα είναι η διασφάλιση σταθερών χαμηλών επιτοκίων μέρους του χρέους για μακρές περιόδους», ανέφερε ειδικότερα ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, και πρόσθεσε ότι «έτσι διασφαλίζεται προστασία, σταθερότητα και προβλεψιμότητα για την Ελλάδα, εν μέσω διεθνούς αβεβαιότητας και αυξητικής τάσης των επιτοκίων».
Οι τρεις στόχοι της επόμενης περιόδου
Ο Γιάννης Δραγασάκης αναφέρθηκε στους τρεις στόχους της επόμενης περιόδου. «Με τα δεδομένα της οικονομίας να καταδεικνύουν την ανάκαμψη (τέλος ύφεσης, έσοδα, πλεόνασμα, μείωση ανεργίας) και τις προσπάθειες της Ελλάδας να αναγνωρίζονται, έχουμε 3 στόχους για το επόμενο διάστημα», ανέφερε ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπογράμμισε ότι «πρώτος στόχος είναι η γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης (με καμία υποχώρηση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο), η ένταξη στο QE και η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές το 2017», με σκοπό την πλήρη έξοδο το 2018. Δεύτερος στόχος, όπως είπε, είναι η ολοκλήρωση του Προγράμματος το 2018, χωρίς νέα μέτρα, με οριστικό τέλος των Μνημονίων και ανάκτηση των όρων πολιτικής αυτονομίας και ισοτιμίας στην Ευρώπη. «Το Πρόγραμμα λήγει το 2018 και με το πέρας του εθνικός στόχος και καθήκον είναι η ανάκτηση της πολιτικής αυτονομίας και ισοτιμίας της Ελλάδας», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Δραγασάκης. Τρίτος στόχος, ανέφερε, είναι η ανάδειξη του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος που θα οδηγήσει τη μεταμνημονιακή Ελλάδα στην οριστική υπέρβαση της κρίσης. «Ο εθνικός στόχος είναι η εδραίωση ισχυρών ρυθμών δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. Ο όποιος στόχος πλεονασμάτων θα πρέπει να εξαρτάται από την ανάπτυξη και να είναι συνδεδεμένος με αυτή. Η επιδίωξη πλεονασμάτων, ακόμα και πολύ χαμηλών, χωρίς ανάπτυξη δεν έχει ούτε οικονομική λογική ούτε κοινωνική ωφέλεια», υπογράμμισε.
«Το 2016 επιτεύχθηκε η μετάβαση στην ανάκαμψη. Στόχος το 2017 και το 2018, όταν και θα ολοκληρώνεται το Πρόγραμμα, να έχουμε ισχυρή ανάπτυξη», είπε ακόμη ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπογράμμισε ότι παράλληλα με την επίτευξη των οικονομικών στόχων, η κυβέρνηση ενισχύει το κοινωνικό κράτος και επιτυγχάνει τη μείωση της ανεργίας.
Η ΝΔ θέλει την αποτυχία της χώρας
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρθηκε και στην στάση που τηρεί η αξιωματική αντιπολίτευση. «Η ΝΔ, αρνούμενη τις ευθύνες της για την κρίση και τα Μνημόνια, θέλει να επιστρέψουμε σε κάποιον ανύπαρκτο παράδεισο του 2014», είπε ο Γιάννης Δραγασάκης και παρατήρησε ότι οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος ρεβανσιστικά αποζητούν «δικαίωση», «δικαίωση» για τα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια που άφησαν στο πέρασμά τους.
Ειδικότερα για τον πρόεδρο της ΝΔ είπε ότι «ο κ. Μητσοτάκης, εγκλωβισμένος στις βουλές των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, επιθυμεί την επιστροφή στο δεύτερο και πιο σκληρό Μνημόνιο, το οποίο προέβλεπε μέτρα ύψους 13,2 δισ. ευρώ (7,2% του ΑΕΠ) μόνο για το 2013-2014. Είπε επίσης ότι ο κ. Μητσοτάκης επιθυμεί επιστροφή στο 2ο Μνημόνιο που δέσμευε τη χώρα σε πλεονάσματα 4,5% για το 2016, 4,4% για την περίοδο 2016-2020 και 4% για την περίοδο 2021-2030, και επιστροφή στο 2014 όταν η ανεργία ξεπερνούσε το 26%.
Όπως όμως σημείωσε, «το θετικό σενάριο για τη χώρα είναι ρεαλιστικό και ήδη σε τροχιά παρά την επένδυση της ΝΔ στην αποτυχία της χώρας» και «η υπέρβαση της κρίσης δεν είναι κενό λεκτικό σχήμα, αλλά χρειάζεται ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης και ισχυρή συμμετοχή της κοινωνίας». Ο κ. Δραγασάκης είπε ακόμη ότι η εδραίωση συνθηκών βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης μετά τη λήξη του Προγράμματος με δραστική μείωση της ανεργίας είναι εθνικός στόχος και καθήκον.
Το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρθηκε στο μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης. «Την ώρα που οι αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές δίνουν χώρο στην εξάπλωση του ακροδεξιού λαϊκισμού της εθνικής περιχαράκωσης, η Αριστερά αποτελεί τη δύναμη προόδου σε μια μάχη για μέλλον της Ευρώπης και των λαών της. Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είναι καθοριστικής σημασίας σε αυτές τις συνθήκες», είπε ο κ. Δραγασάκης.
«Σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο επικρατούν συνθήκες ρευστότητας και αβεβαιοτήτων, γεγονός που απαιτεί διεθνείς συμμαχίες και συνεργασίες», ανέφερε ο κ. Δραγασάκης και σημείωσε ότι «οι διεθνείς εξελίξεις δεν είναι "τυχαίες", είναι απόρροια μιας υλικής κρίσης αλλά και κρίσης νομιμοποίησης του κυρίαρχου μοντέλου.
«Η απόδοση όλων των δεινών στο "λαϊκισμό" δείχνει απροθυμία των ελίτ γι' αυτοκριτική, αλλά και μια εν τέλει βαθύτερη αποστροφή για το λαό», είπε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σημειώνοντας ότι «δεν είναι δυνατόν οι κοινωνίες να ήταν "ορθολογικές" και πλέον να "μαγεύονται" από το "λαϊκισμό". Υπάρχουν αιτίες για ό,τι συμβαίνει». Στο σημείο αυτό υπογράμμισε ότι στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η αύξηση των ανισοτήτων και των αποκλεισμών, το έλλειμμα δημοκρατίας και η έλλειψη προσδοκίας.
«Ο φόβος, η εθνικιστική αναδίπλωση και η περιχαράκωση δεν μπορούν ν' αποτελέσουν "διεξόδους". Χρειαζόμαστε προοδευτικές απαντήσεις στα προβλήματα», είπε ο κ. Δραγασάκης και πρόσθεσε πως όταν η φοβική ακροδεξιά αλληλοτροφοδοτείται με τα κυρίαρχα, κυρίως κεντροδεξιά, κόμματα στην Ευρώπη, τότε η Αριστερά είναι η εναλλακτική δύναμη και με αυτά τα δεδομένα «η προσέγγιση προοδευτικών τμημάτων της σοσιαλδημοκρατίας με τη ριζοσπαστική Αριστερά δημιουργεί έναν προωθητικό πόλο στην Ευρώπη».