Του Γιώργου Λαμπίρη
Φορολόγηση ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία. Ένα ζήτημα που επανέρχεται από καιρού εις καιρόν στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά με αφορμή τη συνάντηση για το θέμα αυτό, μεταξύ του Ελβετού υφυπουργού για διεθνή Οικονομικά θέματα, Ζακ Ντε Βατβίλ με τον υπουργό Επικρατείας, Νίκο Παππά και τον υπουργό Επικρατείας για θέματα διαφθοράς, Παναγιώτη Νικολούδη.
Μία υπόθεση με πολλές συζητήσεις να καταγράφονται στο ενεργητικό της, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όσοι γνωρίζουν καλά τις διαδικασίες υποστηρίζουν ότι η έλλειψη πολιτικής βούλησης ήταν εκείνη, η οποία δεν επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να «εισχωρήσει» στους ελβετικούς λογαριασμούς των Ελλήνων, ελέγχοντας τη φοροδιαφυγή.
Η έλλειψη πολιτικής βούλησης
Χαρακτηριστική ήταν παλαιότερα η τοποθέτηση του Έλληνα βουλευτή στην Ελβετία, Ιωσήφ Ζησιάδή ο οποίος είχε δηλώσει ότι «πως η Ελβετία έχει προτείνει ήδη από το 2005 στη χώρα μας τη σύναψη φορολογικής συμφωνίας για το άνοιγμα μαύρων λογαριασμών, όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις κωφεύουν». Με αφορμή τις δηλώσεις αυτές το 2011, δύο βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας είχαν καταθέσει σχετικά αιτήματα στον Πρόεδρο της Βουλής, καθώς και ερώτηση που κατέθεσαν στον τότε υπουργό Οικονομικών. Οι Κώστας Τζαβάρας και Γεράσιμος Γιακουμάτος ζητούσαν την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, που μέχρι σήμερα όμως παραμένει σε εκκρεμότητα και αναλώνεται μόνο σε επίπεδο πολιτικών δεσμεύσεων ή κοινοβουλευτικών αντιπαραθέσεων.
Η συμφωνία για ανταλλαγή πληροφοριών που θα ισχύει από το 2018
Όπως αναφέρει στο news.gr ο δικηγόρος Αθηνών και Ελβετίας, Δρ. Ηλίας Σ. Μπίσιας, ειδικός στα ελληνο-ελβετικά θέματα «η Ελβετία έχει ήδη προσχωρήσει στη λεγόμενη συμφωνία περί αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών. Στις 19. Μαρτίου 2015 υπεγράφη στις Βρυξέλλες σχετική συμφωνία μεταξύ της Ελβετίας και της Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία η Ελβετία και οι 28 χώρες της Ε.Ε. θα ανταλλάσσουν μεταξύ τους από το 2018 πληροφορίες αυτόματα, δηλ. χωρίς να χρειάζεται υποβολή αιτήματος, σχετικά με τους λογαριασμούς που τηρούνται στις χώρες τους. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των χωρών θα ξεκινήσει με τα τραπεζικά στοιχεία που θα υφίστανται το 2017 και όχι με βάση στοιχεία προηγουμένων ετών.
Σε ότι αφορά την ελβετική πλευρά, αναμένεται να αποσταλούν πληροφορίες - για παράδειγμα - στην Ελλάδα, με τα πλήρη στοιχεία των Ελλήνων φορολογικών κατοίκων Ελλάδος που τηρούν λογαριασμούς στην Ελβετία, συμπεριλαμβανομένων του ύψους των καταθέσεων των.». Η συγκεκριμένη κίνηση αν και αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση «σύλληψης» των φοροφυγάδων το πρόβλημα της άμεσης αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής από ελβετικές καταθέσεις δεν φαίνεται να λύνεται άμεσα. Κι αυτό γιατί δεν θα έχει τη δυνατότητα η Ελλάδα με βάση τη συμφωνία, να λάβει στοιχεία προηγουμένων ετών. Παράλληλα θα δίνεται η δυνατότητα στους καταθέτες ελβετικών τραπεζών να προετοιμαστούν αναλόγως έως ότου εφαρμοστεί η σχετική συμφωνία σε μία προσπάθεια να αποφύγουν τη φορολόγηση.
Η έλλειψη νομοθετικού πλαισίου δεν έδινε το δικαίωμα για αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών καταθέσεων στην Ελβετία
Στο ερώτημα γιατί μία τέτοια συμφωνία δεν είχε υπογραφεί νωρίτερα, ο κύριος Μπίσιας απαντάει ότι δεν υπήρχε σχετικό νομικό πλαίσιο. «Αυτό που σας προανέφερα είναι μία εντελώς νέα ρύθμιση, η οποία θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2017. Για την Ελβετία η συμφωνία αναφέρει ότι τίθεται σε εφαρμογή το 2018 και οριστικοποιήθηκε μόλις την περασμένη εβδομάδα. Ωστόσο θα πρέπει να υλοποιηθούν ορισμένες ακόμα κινήσεις από την πλευρά της Ελβετίας σε νομοθετικό επίπεδο. Συγκεκριμένα πρέπει να τεθεί σε δημοψήφισμα η συμφωνία ώστε να ψηφιστεί ο σχετικός νόμος», εξηγεί ο δικηγόρος.
Μπορεί στην πράξη η Ελλάδα να φορολογήσει ελβετικές καταθέσεις;
Έχουν όμως οι συζητήσεις περί φορολόγησης των ελληνικών καταθέσεων στην Ελβετία ρεαλιστική βάση; Όπως λέει ο κύριος Μπίσιας «δεν υπάρχει καμία διμερής συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας με αντικείμενο τη φορολόγηση. Ας διαχωρίσουμε όμως τις έννοιες φορολόγηση από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να τα συγχέουμε. Σας θυμίζω ότι η τελευταία επίσκεψη της Ελβετίδας υπουργού Εβελιν Βιντμερ Σλουμπφ, ήταν τον Φεβρουάριο του 2014, επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα. Οι τελευταίες δηλώσεις που είχαν γίνει σχετικά ανέφεραν, ότι η Ελβετία θεωρεί παρωχημένο το μοντέλο της Ελλάδας για τη φορολόγηση των καταθέσεων σε ελβετικές τράπεζες ενόψει της επικείμενης τότε συμφωνίας περί αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών», σημειώνει ο δικηγόρος. Χαρακτηριστικές όμως είναι, σύμφωνα με πρόσφατα ελβετικά δημοσιεύματα, οι δηλώσεις στελεχών του ελβετικού Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις οποίες οι Ελβετοί ισχυρίζονται ότι, «περιμέναμε κάποιες κινήσεις από την ελληνική πλευρά για το συγκεκριμένο ζήτημα, οι οποίες δεν έγιναν ποτέ, μετατοπίζοντας την ευθύνη στην Ελλάδα».
Η «αμνήστευση» των καταθέσεων
Θυμίζουμε ότι επί θητείας Γιώργου Παπακωνσταντίνου στο Οικονομικών θεσπίστηκε Νόμος με αντικείμενο τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων από το εξωτερικό και εισφορά της τάξεως του 5%-8%, στην περίπτωση κατά την οποία ένας καταθέτης επιθυμούσε να διατηρήσει τις καταθέσεις του στο εξωτερικό. «Αν για παράδειγμα κάποιος διέθετε αδήλωτες καταθέσεις στην Ελβετία, είχε τη δυνατότητα να πληρώσει ένα 8% επί του ποσού που είχε στην κατοχή του, νομιμοποιώντας τα χρήματά του, και χωρίς να έχει άλλη φορολογική υποχρέωση». Δυστυχώς ελάχιστοι έκαναν χρήση του νόμου αυτού γιατί ο Νόμος δεν προέβλεπε ρητώς απαλλαγή από ποινικές κυρώσεις για το αδίκημα της φοροδιαφυγής και εκ του αποτελέσματος ο Νόμος αυτός ελάχιστα εισέφερε στα δημόσια ταμεία.
Εξαίρεση οι περιπτώσεις για ξέπλυμα μαύρου χρήματος
Εξαίρεση στην περίπτωση που μόλις αναφέραμε είναι οι περιπτώσεις που σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ξέπλυμα χρήματος). Ο εν λόγω Νόμος περί επαναπατρισμού κεφαλαίων νομιμοποιούσε χρήματα που δεν είχαν δηλωθεί στην Εφορία. Σε καμία περίπτωση η νομιμοποίηση αυτή δεν συμπεριλάμβανε χρήματα προερχόμενα από εγκληματικές ενέργειες συμπληρώνει. «Παρόμοιοι νόμοι ισχύουν και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Πρόκειται για μία μορφή τακτοποίησης – ή περαίωσης άλλης μορφής - εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων», διευκρινίζει ο Ηλίας Μπίσιας.
Μπορεί η Ελλάδα να αποκομίσει φορολογικά έσοδα από τις ελβετικές καταθέσεις;
Ο κύριος Μπίσιας επισημαίνει πως δεν είναι ίσως η πιο ενδεδειγμένη κίνηση η αναμονή εφαρμογής της συμφωνίας του 2018, εάν θέλει να γεμίσει η Ελλάδα τα ταμεία της από περιπτώσεις αυτής της μορφής. «Δεν μπορεί η Ελλάδα να περιμένει έως τότε, οπότε και θα ισχύσει η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών. Τα ταμεία γεμίζουν άμεσα μόνο με στοχευμένα και ισχυρά νομοθετικά κίνητρα προς τον πολίτη και έμπρακτη καλλιέργεια εμπιστοσύνης εκ μέρους του κράτους. Ειδικότερα το τελευταίο είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.
Τι προβλέπει αυτή τη στιγμή η ελβετική νομοθεσία
Αυτή τη στιγμή η ελβετική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα παροχής πληροφοριών με αιτήματα διοικητικής συνδρομής. Ο συγκεκριμένος νόμος βρίσκεται σε ισχύ από το 2012 και αφορά σε περιπτώσεις που υπάρχουν υποψίες για συγκεκριμένα άτομα, τα οποία ενδεχομένως φοροδιαφεύγουν. «Το ΣΔΟΕ εφόσον γνωρίζει ότι διαθέτει κάποιος λογαριασμό εκεί, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τα στοιχεία αυτού του λογαριασμού. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να συμβεί για το σύνολο των καταθετών στην Ελβετία, καθώς ισχύει ο περιορισμός του τραπεζικού απορρήτου. Αυτό όπως προαναφέραμε θα γίνεται αυτόματα από το 2018».
Η διμερής φορολογική συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας που δεν έγινε ποτέ
Θυμίζουμε ότι παλαιότερα είχε συζητηθεί η υπογραφή διμερούς συμφωνίας για τη φορολόγηση των καταθέσεων, παρέμεινε όμως μόνο σε επίπεδα συζητήσεων. «Η συμφωνία υπεγράφη μόνο μεταξύ Ελβετίας, Αυστρίας και Βρετανίας, ενώ η Ελλάδα απείχε. Αυτές οι χώρες προχώρησαν στη φορολόγηση των εισοδημάτων από καταθέσεις, αποκομίζοντας σημαντικά έσοδα στα δημόσια ταμεία τους».
Συντελεστής από 15% έως 20% για καταθέσεις στην Ελβετία
Για το ίδιο θέμα, πηγή της κυβέρνησης αναφέρει σχετικά με τη συμφωνία περί αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που σχετίζονται με τραπεζικά στοιχεία, ότι θα πραγματοποιείται διαδικασία ενσωμάτωσης των δεδομένων στο μηχανογραφικό σύστημα κάθε χώρας. «Η συμφωνία αναμένεται να προχωρήσει και στο εσωτερικό της Ελβετίας με την ψήφισή της από την κεντρική κυβέρνηση, ενώ καμία διοικητική περιφέρεια δεν θα μπορεί να αντιταχθεί σε αυτήν», σημειώνει η ίδια πηγή.
Σε συζητήσεις που έγιναν στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ήρθαν στο τραπέζι αρκετές προτάσεις μεταξύ των οποίων και αυτή που ζητούσε στη φορολόγηση με συντελεστή της τάξεως του 25%. Ωστόσο το πιθανότερο σενάριο είναι να κινηθεί ο συντελεστής σε επίπεδα από 15% έως και 20%.
Όπως αποκαλύπτει μάλιστα, πρόκειται να εφαρμοστεί συγκεκριμένη διάταξη, βάσει της οποίας θα υποβάλλει ο φορολογούμενος συμπληρωματική δήλωση για τα εν Ελλάδι εισοδήματά του. «Αν κάποιος έχει αδήλωτα 500.000 ευρώ και δεν συνάδουν με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει τη συγκεκριμένη δήλωση, πληρώνοντας μόνο τους φόρους, χωρίς προσαυξήσεις ή πρόστιμα».
Χαρακτηριστική είναι η διασταύρωση στοιχείων από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, για περίπου 23.000 φοροφυγάδες μεγάλης κλίμακας. Αυτοί θα «τιμωρηθούν» σύμφωνα με πληροφορίες με δέσμευση καταθέσεων, προκειμένου να υποχρεωθούν να δηλώσουν τα ποσά που έχουν στην κατοχή τους και να φορολογηθούν αναλόγως.
Τέλος όπως αναφέρει η πηγή, η Ελβετία αποδίδει με βάση παλαιότερη συμφωνία ένα ποσό της τάξεως των 9 δισ. Από τόκους τους οποίους εισπράττει, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά προέλευσης.
Ωστόσο το ζήτημα της πολιτικής βούλησης παραμένει ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες και σίγουρα ένας άσσος στο μανίκι της παρούσας κυβέρνησης. Μένει να αποδειχθεί αν θα θελήσει να τον χρησιμοποιήσει.