Η απεμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα χρηματοδότησης δεν είναι πια απλώς μία φήμη ή μία ασαφής επιδίωξη της κυβέρνησης, αλλά μετά τη χθεσινή συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς από κοινού με την Άνγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο φαίνεται πως πρόκειται για ένα σχέδιο που έχει ήδη μπει μπροστά.
Ο πρωθυπουργός, ερωτηθείς σχετικά από δημοσιογράφο την Τρίτη, αρνήθηκε κατηγορηματικά τον όρο “διαζύγιο” με το ΔΝΤ, όμως παραδέχθηκε πως η συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι δύσκολη, και εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η Ελλάδα δε θα χρειαστεί πρόσθετη χρηματοδότηση.
Πρόκειται άλλωστε για μία απόφαση η οποία ουσιαστικά άρχισε να αποκρυσταλλώνεται ήδη από τον Μάιο, όταν η Ελλάδα εξέδωσε το 5ετές ομόλογο, και ενισχύθηκε τον Ιούλιο, με την έκδοση του 3ετούς ομολόγου. Τώρα, αν η έκδοση 7ετούς ομολόγου που επεξεργάζεται η κυβέρνηση στεφθεί επίσης από επιτυχία, με τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν το Δημόσιο θα έχει σχηματίσει ένα μαξιλάρι ασφαλείας τουλάχιστον 8 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορεί να χρησιμοποιεί ως εφεδρεία στην περίπτωση που προκύπτουν χρηματοδοτικές ανάγκες.
Διαβάστε: Το 7ετες ομόλογο ανοίγει την πόρτα εξόδου στο ΔΝΤ
Χωρίς περαιτέρω χρηματοδοτικές ανάγκες, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θεωρεί πως δε θα υπάρχει λόγος για στενή επιτήρηση από το ΔΝΤ, ενώ η χώρα μας θα δανείζεται πλέον από τις αγορές με φθηνότερα επιτόκια, γεγονός που είναι πιθανό να οδηγήσει και στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Ωστόσο, φαίνεται πως οι αγορές δε βλέπουν με καλό μάτι τις κινήσεις αυτές της ελληνικής κυβέρνησης, αν κρίνει κανείς από την ξαφνική εκτίναξη των αποδόσεων για τα ελληνικά ομόλογα που καταγράφεται σήμερα. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου σήμερα κινείται πάνω από το 6% (στο 6,17%), σε επίπεδα στα οποία βρισκόταν για τελευταία φορά στα μέσα του περασμένου Αυγούστου, κι ενώ πριν από τρεις ημέρες δεν ξεπερνούσε το 5,8%.
Αν και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης κάνουν λόγο για μία τεχνική αύξηση, οι αναλυτές εκτιμούν πως υπάρχει ανησυχία στις αγορές για το ενδεχόμενο να χαλαρώσει η χώρα μας τις προσπάθειές της στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, σε περίπτωση που εξέλθει του μνημονίου, και “ξανακυλήσει” σε πρακτικές του παρελθόντος.
Εξάλλου, σε έκθεσή της με τίτλο "Πόσο εφικτό είναι για την Ελλάδα να διακόψει το πρόγραμμα χρηματοδότησης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο", η Eurobank εκτιμά πως υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε πράγματι η Ελλάδα να βρει τους πόρους που θα χρειαζόταν από το ΔΝΤ.
Οι βασικές επισημάνσεις και εκτιμήσεις της έκθεσης είναι οι ακόλουθες:
Η τελευταία αναθεώρηση του μακροοικονομικού σεναρίου της τρόικας για το πρόγραμμα της Ελλάδας προβλέπει χρηματοδοτικό κενό περίπου 12,5 δισ. ευρώ την περίοδο 2015-2016. Το μέγεθος αυτό υποθέτει τη δημιουργία επιπλέον αποθέματος ρευστότητας ύψους 2 δισ. ευρώ. Αποτελεί δε ακαθάριστο ποσό το οποίο δεν συνυπολογίζει μελλοντικές εκδόσεις κυβερνητικών ομολόγων (παρά μόνο άντληση 3 δισ. ευρώ από τις αγορές το 2014) ή/και τη δυνητική χρήση σειράς άλλων πηγών ρευστότητας.
Μεταξύ άλλων, οι ανωτέρω πηγές συμπεριλαμβάνουν:
α) Το αδιάθετο απόθεμα του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μετά την ολοκλήρωση των πανευρωπαϊκών στρες τεστ στα τέλη Οκτωβρίου. Το τρέχον απόθεμα του Ταμείου υπολογίζεται σε περίπου 11,4 δισ. ευρώ.
β) Βραχυπρόθεσμος δανεισμός από φορείς του Δημοσίου, που σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα θα μπορούσε να υπερβεί τα 6 δισ. ευρώ.
γ) Χρήση αδρανών πόρων που είναι διαθέσιμοι σε φορείς του Δημοσίου.
δ) Άλλες πηγές.
Επίσης, σημειώνεται ότι από την αρχή του έτους η Ελληνική Δημοκρατία έχει ήδη:
α) Αντλήσει 4,5 δισ. ευρώ από τις διεθνείς αγορές μέσω της έκδοσης 3-ετών και 5-ετών κυβερνητικών ομολόγων.
β) Έχει ανταλλάξει έντοκα γραμμάτια ονομαστικής αξίας 1,5 δισ. ευρώ με ομόλογα σταθερού επιτοκίου διάρκειας 3 και 5 ετών.
Προτίθεται δε να προχωρήσει έως το τέλος του έτους με έκδοση 7-ετών κυβερνητικών ομολόγων σταθερού επιτοκίου και εντόκων γραμματίων διάρκειας 18 μηνών. Κρίνοντας από τις παρούσες συνθήκες στις διεθνείς αγορές, οι εκδόσεις αυτές αναμένεται να είναι επιτυχείς.
Οι ανωτέρω στρατηγικές σε συνδυασμό με τη χορήγηση ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης χρέους από τους διεθνείς δανειστές (που εκτός από τη μείωση του δημοσίου χρέους σε όρους ονομαστικής και καθαρής τρέχουσας αξίας θα περιορίσουν επίσης τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης) και νέες εκδόσεις κυβερνητικών ομολόγων (μέσης ετήσιας ονομαστικής αξίας περίπου 5,5- 6 δισ. ευρώ) θα μπορούσαν να διασφαλίσουν πλήρη κάλυψη των όποιων χρηματοδοτικών κενών προβλέπονται για τα επόμενα 6-7 έτη, καθιστώντας μη αναγκαίο ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα.
Υπό προϋποθέσεις, θα εξασφάλιζαν επίσης την εξεύρεση πόρων για την κάλυψη του επιπλέον χρηματοδοτικού κενού που θα προέκυπτε από μια πρόωρη διακοπή του χρηματοδοτικού προγράμματος του ΔΝΤ. Το εν λόγω κενό υπολογίζεται σε 12,5 δισ. ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία δόση του Ταμείου (ύψους 3,5 δισ. ευρώ) θα εκταμιευθεί μετά την ολοκλήρωση της νέας επισκόπησης του ελληνικού προγράμματος από την τρόικα.
Στη μελέτη τονίζεται ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις βασίζονται στην προϋπόθεση επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και των στόχων του προγράμματος διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας καθώς και τη διατήρηση συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας στη χώρα.
Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθούν σημαντικά μετά το 2022-2023. Το πρόβλημα αυτό αναμένεται να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους από τους επίσημους δανειστές, αναφέρεται στην έκθεση της Eurobank.