Αφόρητες πιέσεις φέρεται να ασκεί το ΔΝΤ στη Κυβέρνηση για το θέμα των κεφαλαιακών αναγκών των συστημικών τραπεζών σε μια προσπάθεια να επιταχύνει την υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζών, αλλά και το ξεκαθάρισμα των χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Το ΔΝΤ εμφανίζεται να τοποθετεί υψηλότερα και των 20 δισ. ευρώ τις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών εκτιμώντας ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα αυξηθούν «εκθετικά» τα προσεχή χρόνια. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά το ΔΝΤ παραβλέπει την εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για ανάγκες 5,5 δισ. ευρώ -με βάση την έκθεση της Blackrock- , την οποία όμως δέχεται σε αυτή την φάση η ΕΚΤ (έχει κάνει δικά της test που είναι ακόμη πιο συντηρητικά από την ΤτΕ).
Πρέπει να σημειωθεί πως προ εβδομάδων ο διευθύνων σύμβουλος της Pricewaterhouse Coopers, Μάριος Ψάλτης, μιλώντας σε ημερίδα του ΣΕΒ τοποθέτησε στα 20 δισ. ευρώ την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2014.
Μια τέτοια αύξηση των κόκκινων δανείων θα είχε ως συνέπεια να εκτοξευθεί ο δείκτης των καθυστερούμενων δανείων στο 40% από 32% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Εφόσον επιβεβαιωθούν οι φόβοι αυτοί, τους οποίους εμφανίζεται να επικαλείται και το ΔΝΤ, τότε τα «κόκκινα» δάνεια κάθε είδους από το επίπεδο των 68-70 δισ. ευρώ, θα εκτοξευθούν στα 88 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό, αν σκεφτεί κάποιος ότι το σύνολο του δανειακού χαρτοφυλακίου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ανέρχεται στα 223 δισ. ευρώ.
Πρέπει να σημειωθεί πως ακριβώς πριν από ένα χρόνο, το Φεβρουάριο του 2013, στελέχη του ΔΝΤ είχαν δημοσιοποιήσει έκθεση με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα του ιδιωτικού χρέους στο απόηχο της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής κρίσης», με την οποία τάσσονταν υπέρ της ομαλής αναδιάρθρωσης των χρεών του ιδιωτικού τομέα. Οι συντάκτες της έκθεσης ανάφεραν ότι : «Αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι δεν βοηθά κανένα να μη λυθεί το θέμα του υψηλού δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα: ούτε τους δανειστές αλλά ούτε και τους πιστωτές. Εάν δεν αντιμετωπιστεί το θέμα, τότε διακυβεύεται η ανάκαμψη».