Την ώρα, που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραδέχεται ότι, για τη συνταγή της λιτότητας στην Ελλάδα, δεν είχε υπολογίσει σωστά τις επιπτώσεις της στην οικονομία και στην αγορά...
Την ώρα, που η αγορά έχει στεγνώσει στην κυριολεξία από ρευστότητα και οι επιταγές "γυρίζουν" από επιχείρηση σε επιχείρηση...
Την ώρα, που ζητούμενο για το Δημόσιο είναι η διευκόλυνση των φορολογουμένων, ώστε να αποπληρώνονται όσο πιο ομαλά οι οφειλές τους...
...το υπουργείο Οικονομικών φροντίζει να κάνει τη ζωή των φορολογουμένων, και ειδικά των ελεύθερων επαγγελματιών, ακόμα δυσκολότερη.
Πώς μπορεί, άλλωστε, να εξηγηθεί το γεγονός ότι απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών – και αρμόδιου για τα έσοδα –, Γιώργου Μαυραγάνη, προβλέπει τη μείωση των δόσεων για την καταβολή του Φ.Π.Α. από τις τρεις στις δύο, και – επιπλέον – την επίσπευση του χρόνου υποβολής της σχετικής δήλωσης ;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Μέχρι σήμερα, πρέπει να αποδώσουν Φ.Π.Α. - είτε ανά μήνα, είτε ανά τρίμηνο – υποχρεούνται να υποβάλλουν το έντυπο μέχρι τις 26 του επόμενου μήνα. Τότε, μπορούν να επιλέξουν μεταξύ της εφάπαξ καταβολής του φόρου και της απόδοσής του σε τρεις δόσεις, με την πρώτη να αφορά στο 40% και τις υπόλοιπες δύο στο 30% + 30% του οφειλόμενου ποσού.
Η νέα απόφαση, όμως, ανατρέπει τα δεδομένα και κάνει πολύ πιο αυστηρό το πλαίσιο διευκόλυνσης. Κι αυτό, γιατί :
μειώνει τις τρεις δόσεις σε δύο (50% + 50%)
περιορίζει το χρόνο υποβολής της δήλωσης Φ.Π.Α. από τις 26, στις 20 κάθε μήνα,
δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στους οφειλέτες να καταβάλλουν μόνο 10 ευρώ σε εκείνη την ημέρα, και στη συνέχεια την πρώτη δόση (50% - 10 ευρώ) στο τέλος του ίδιου μήνα, και τη δεύτερη στο τέλος του επόμενου.
Η απόφαση αυτή αναγκάζει στην ουσία τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες να πληρώσουν εφάπαξ το φόρο, καθώς η ρύθμιση αυτή είναι δώρον – άδωρον.
Επιπλέον, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στα λογιστήρια των επιχειρήσεων και στα φοροτεχνικά γραφεία, καθώς μειώνει σημαντικά – κατά μία εβδομάδα – το χρόνο υπολογισμού του φόρου και υποβολής της σχετικής δήλωσης.
Και, σε κάθε περίπτωση, μόνο καλό δεν κάνει στο κλίμα της οικονομίας και της αγοράς, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο.