Στην "εξαέρωση" δυνητικών εσόδων τουλάχιστον 16 δισ. ευρώ από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας έχει οδηγήσει η ύφεση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναλύοντας οικονομετρικά τριμηνιαία εθνικολογιστικά στοιχεία για τα έσοδα από τον ΦΠΑ, τους συνολικούς έμμεσους φόρους, την ιδιωτική κατανάλωση και το ΑΕΠ για την περίοδο α' τρίμηνο 2000 - γ' τρίμηνο 2012 και λαμβάνοντας ως βάση προηγούμενες εμπειρικές μελέτες του ΔΝΤ προχώρησε στην διαπίστωση ότι η μείωση του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% περιορίζει τη φορολογική αποδοτικότητα του ΦΠΑ κατά περίπου 0,4%.
Σχηματικά η Κεντρική Τράπεζα διαπίστωσε πως κάθε 10 ευρώ που χάνονται από το ΑΕΠ συνεπάγονται 4 ευρώ λιγότερα από άποψη εισπρακτικής απόδοσης του ΦΠΑ. Ειδικά από τα τέλη του 2008 και έπειτα, οπότε και άρχισε η συστηματική υποχώρηση του ΑΕΠ, η έρευνα έδειξε πως η επίδραση της οικονομικής δραστηριότητας στη φορολογική αποδοτικότητα του ΦΠΑ ήταν έντονη.
Εάν γίνει προβολή των στοιχείων με προσέγγιση παραγωγής και δεδομένου ότι το ΑΕΠ μειώθηκε από τα 233 δισ. ευρώ το 2008 στα 193 δισ. ευρώ το 2012 η φορολογική αποδοτικότητα του ΦΠΑ μέσα στην πενταετία αυτή μειώθηκε κατά 16 δισ. ευρώ.
Εάν η αποδοτικότητα του ΦΠΑ συγκριθεί με τη συρρίκνωση του ΑΕΠ αθροιστικά στο διάστημα 2008 -2012 η φορολογική αποδοτικότητα του ΦΠΑ μειώθηκε κατά 8,68%. Το 2008 η φορολογική αποδοτικότητα του ΦΠΑ μειώθηκε κατά 0,08%, το 2009 κατά 1,24%, το 2010 μειώθηκε κατά 1,96%, το 2011 η φορολογική αποδοτικότητα του ΦΠΑ περιορίστηκε κατά 2,84% και το 2012 μειώθηκε κατά 2,56%.
Η μείωση της φορολογικής αποδοτικότητας του ΦΠΑ οφείλεται αφενός στη στροφή της καταναλωτικής δαπάνης προς αγαθά και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης (που συνήθως επιβαρύνονται με χαμηλότερο ΦΠΑ) και αφετέρου στην αύξηση της φοροδιαφυγής (εξαιτίας πιστωτικών και χρηματοδοτικών περιορισμών).