Αντί να ξεκαθαρίσει τα πράγματα στην αγορά, η νέα ρύθμιση για ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές φαίνεται πως τα μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Χιλιάδες επιχειρήσεις βρίσκονται πλέον όμηροι των αλλεπάλληλων – και αλληλοκαταργούμενων πολλές φορές – διακανονισμών και δείχνουν ιδιαίτερα προβληματισμένες από το – κατά πολύ υψηλότερο – κόστος των υπό ψήφιση διατάξεων. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Πολλές εταιρείες είναι ενήμερες εδώ και δύο χρόνια, κάνοντας χρήση αρχικά του νόμου 3943/2011 και στη συνέχεια του 4087/12. Καταβάλλοντας τις δόσεις για αυτούς τους διακανονισμούς (και φυσικά και τις τρέχουσες εισφορές), παίρνουν κανονικά ενημερότητα για κάθε χρήση, ενώ το ποσό της κύριας οφειλής μειώνεται κάθε μήνα. Μάλιστα, ο 4087 προβλέπει "προσωρινή τακτοποίηση" έως 31/12/2013. Έως τώρα, δηλαδή, κάθε τέλος του χρόνου, εφόσον η επιχείρηση τον έχει τηρήσει σωστά, ο διακανονισμός ανανεώνεται με νέο νόμο.
Τώρα, εν όψει της νέας ρύθμισης, εγείρεται ένα σημαντικό ερώτημα : τι πρέπει να κάνουν όλες αυτές οι εταιρίες, που είναι ενταγμένες στο 4087 ;
Βασικά έχουν τρεις επιλογές:
Να παραμείνουν με την προσωρινή τακτοποίηση και να ευελπιστούν ότι, για αυτές που την τηρούν απαρέγκλιτα, θα ανανεωθεί και για το 2014, όπως γινόταν έως τώρα, μέχρι να εξοφληθεί το οφειλόμενο ποσό.
Να σπεύσουν να ενταχθούν στον 3863/2010 (πρόκειται για τον ισχύοντα νόμο που προβλέπει 36 έως 48 δόσεις για ληξιπρόθεσμα) πριν ψηφιστεί ο νέος νόμος στη Βουλή. Αυτή η λύση ανεβάζει το κόστος τους σημαντικά (τριπλασιάζει το μηνιαίο τίμημα), αλλά ταυτόχρονα δεν έχει τους πολύ αυστηρούς όρους, που θα περιλαμβάνει ο καινούργιος. Αυτή η επιλογή, βέβαια, μπορεί να οδηγήσει στην εξόντωση πολλές εξ αυτών.
Να περιμένουν το νέο νόμο, ο οποίος, όμως, έχει πολύ αυστηρές προϋποθέσεις (όπως προσημειώσεις και υψηλό επιτόκιο) και ταυτόχρονα αυξάνει το μηνιαίο κόστος κατακόρυφα.
Και, επειδή για τις περισσότερες επιχειρήσεις, που είναι ληξιπρόθεσμοι οφειλέτες, η υπαγωγή στη ρύθμιση αποτελεί ζήτημα επιβίωσης, απαιτείται άμεσα να ξεκαθαριστεί το τοπίο, ώστε να αποκτήσουν όλοι εικόνα για το πώς θα κινηθούν.
Και, σε κάθε περίπτωση, το κόστος υπαγωγής πρέπει να είναι τόσο χαμηλό και οι προϋποθέσεις τόσο χαλαρές, ώστε να αποτελούν κίνητρα και όχι αντικίνητρα για να πουν το "Ναι" όσοι χρωστούν.
Αλλιώς, ούτε το Δημόσιο θα εισπράξει τα χρωστούμενα, ούτε οι επιχειρήσεις θα καταφέρουν να επιβιώσουν από τα χρέη τους.