Την άποψη ότι το Ειδικό Ενιαίο Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ) όχι μόνο δεν πρέπει να καταργηθεί, αλλά να διατηρηθεί (ενδεχομένως με μικρές βελτιώσεις) ως ο μόνος φόρος για την φορολογία της ακίνητης περιουσίας με κατάργηση όλων των άλλων φόρων και ιδιαίτερα των ΦΑΠ 2011 και 2012 και ακόμη και των φόρων επί των συναλλαγών ακινήτων, εκφράζουν οι αναλυτές της Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο οικονομικών Εξελίξεων της τράπεζας που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Σχετικά με τις αναφερόμενες διαφωνίες με την τρόικα όσον αφορά τον φόρο στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ (ΕΕΤΗΔΕ), η Alpha Bank τονίζει την αξιοσημείωτη αποδοτικότητα της είσπραξης των εσόδων από τον ΕΕΤΗΔΕ, τα οποία ανήλθαν στα 2,86 δισ. ευρώ το 2012 και στα 490 εκατ. ευρώ στο 1ο 2μηνο.'13 (έναντι στόχου για είσπραξη 368 εκατ. ευρώ στο 2μηνο αυτό), ενώ για το 2013 ως σύνολο προγραμματίζεται η αύξηση των εσόδων από τον ΕΕΤΗΔΕ στα 3,17 δισ. ευρώ.
Αυτή η υψηλή αποδοτικότητα των εισπράξεων από τον ΕΕΤΗΔΕ και η αδυναμία έγκαιρης ολοκλήρωσης των διαδικασιών για την θέσπιση του νέου ενιαίου φόρου επί των ακινήτων, οδήγησε όπως ήταν φυσικό, την Κυβέρνηση να προγραμματίσει την είσπραξη του ΕΕΤΗΔΕ με τον ίδιο τρόπο, μέσω της ΔΕΗ, και κατά το 2013.
Σημειώνεται ότι ο ΕΕΤΗΔΕ είναι ο μόνος φόρος που υπερ-αποδίδει τα αναμενόμενα έσοδα (περίπου 2,5 δισ. ευρώ ετησίως) στην Κυβέρνηση, παρά το ότι όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν άμεσα ζήτησαν την απαλλαγή τους ή τον διακανονισμό της πληρωμής σε δόσεις του φόρου που τους αναλογεί (πράγμα που έκαναν άνω των 700.000 φορολογούμενοι) και άλλοι (περίπου 500.000 φορολογούμενοι) δεν πλήρωσαν τον φόρο διότι δεν είχαν τη δυνατότητα, χωρίς, ουσιαστικά, να έχουν καμιά επίπτωση.
Παρόλα αυτά, εισπράχθηκαν τα 2,86 δισ. ευρώ το 2013 και έσωσαν τον προϋπολογισμό και τη χώρα. Αυτά εισπράχθηκαν κυρίως από αυτούς που είχαν τη δυνατότητα να τον πληρώσουν και η επιβάρυνση των φορολογουμένων με μικρή ή μεγαλύτερη περιουσία από αυτόν τον φόρο, αν και επώδυνη σε πολλές περιπτώσεις, είναι πολύ πιο λογική και πολύ πιο δίκαιη από οποιοδήποτε άλλο φόρο.
Το πρόβλημα, ωστόσο, όσον αφορά τους φόρους περιουσίας δεν είναι ο ΕΕΤΗΔΕ, αλλά το γεγονός ότι η Κυβέρνηση έχει ήδη αποστείλει τα εκκαθαριστικά και εισπράττει τον φόρο από τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) του 2010 και σχεδιάζει να εισπράξει επίσης εντός του 2013 και τον ΦΑΠ του 2011 και τον ΦΑΠ του 2012 και ακόμη και τον ΕΕΤΗΔΕ του 2013, όπως προαναφέρθηκε.
Από τον ΕΕΤΗΔΕ έχει προγραμματίσει να εισπράξει έσοδα ύψους 3,18 δισ. ευρώ το 2013, ενώ τα έσοδα από τους ΦΑΠ των ετών 2010, 2011 και 2012 θα καταγραφούν στους άμεσους φόρους παρελθόντων ετών (ΠΟΕ), από όπου προγραμματίζεται η είσπραξη επιπλέον ποσού ύψους 700 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, η επιβολή ταυτόχρονα όλων των ανωτέρω φόρων επί των ακινήτων το 2013 (δηλαδή στο πιο κρίσιμο έτος στο οποίο θα πρέπει να εξασφαλιστεί η ανάκαμψη των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων και της οικονομίας γενικότερα), συμβάλλει στην περαιτέρω πτώση (αντί για την αναγκαία ανάκαμψη) της ζήτησης και των συναλλαγών επί ακινήτων, η οποία ήδη έχει καταποντιστεί σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα το 2012.
Σημειώνεται ότι οι ΦΑΠ 2010, 2011 και 2012 επιβάλλονται το 2013, παρά το ότι ο ΕΕΤΗΔΕ επιβλήθηκε το 2011 για να αντικαταστήσει τους ανωτέρω φόρους, όταν αυτοί ήταν ανενεργοί λόγω της αδυναμίας έγκαιρης κατάρτισης από την Κυβέρνηση της φορολογητέας βάσης των ακινήτων για την επιβολή των φόρων αυτών.
Η επιβολή του ΕΕΤΗΔΕ χωρίς την κατάργηση των ΦΑΠ αποτελεί εξόφθαλμη υπερ-φορολόγηση των ακινήτων και έχει οδηγήσει σε πλήρη αδράνεια την αγορά ακινήτων. Χωρίς δε αναζωπύρωση των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων η απόδοση της φορολογίας των ακινήτων θα διαμορφωθεί από εδώ και πέρα σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα με αρνητικές επιπτώσεις στην απόδοση και των άλλων φόρων.
Όσον αφορά στην απώλεια εσόδων από την κατάργηση ή αναβολή των ΦΑΠ 2011 και 2012, αυτή μπορεί κάλλιστα να εξασφαλιστεί με την απολύτως αναγκαία αύξηση των εσόδων από τους άμεσους και έμμεσους φόρους, μετά τη σημαντική πτώση αυτών των εσόδων στο 4ο 3μηνο του 2012, υποστηρίζει η Alpha Bank, ενώ προσθέτει ότι πηγή εσόδων μπορεί να είναι και η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών.