Με αμείωτο ρυθμό συνεχίζονται οι ρυθμίσεις δανείων από τις τράπεζες. Η αναχρηματοδότηση οφειλών έχει εξελιχθεί βέβαια σε εσωτερική υπόθεση, καθώς κανένα πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι διατεθειμένο να φορτωθεί ένα δάνειο από τον ανταγωνισμό, αναλαμβάνοντας τον αυξημένο κίνδυνο να καταστεί προβληματικό στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, αρκετές τράπεζες έχουν ήδη προχωρήσει στην κατάργηση των προγραμμάτων μεταφοράς υπολοίπου στην καταναλωτική πίστη, ενώ ακόμη και αυτές που τα διατηρούν ενεργά τα χρησιμοποιούν μόνο υπό συγκεκριμένες και πολύ αυστηρές προϋποθέσεις.
Με τους ευνοϊκούς διακανονισμούς που προωθούν, οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν καταφέρει να περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το ύψος των επισφαλών δανείων, τα οποία συνεχίζουν να αυξάνονται με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι κόκκινες χορηγήσεις έφτασαν στο τέλος του γ' τριμήνου του 2012 λίγο πάνω από το 20% έναντι 15% στο τέλος του 2011 και 10% στο τέλος του 2010. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι πλέον το ποσοστό των στεγαστικών δανείων για τα οποία καταβάλλονται μόνον οι τόκοι προσεγγίζει το 50%.
Σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις και όπως δημοσιεύει tovima.gr ο συνολικός αριθμός ρυθμισμένων δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών) υπερβαίνει τις 800.000, εκ των οποίων τα μισά αφορούν καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Από επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι ως τον Ιούνιο του 2012 είχαν ρυθμιστεί περί τα 665 χιλιάδες δάνεια λιανικής, συνολικού ύψους άνω των 18 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 15% επί του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων προς ιδιώτες.
Στα στεγαστικά δάνεια σε περιπτώσεις σοβαρών δυσκολιών στην αποπληρωμή των δόσεων, οι τράπεζες παρέχουν μια περίοδο χάριτος που μπορεί να φθάσει ως και τα δύο-τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πελάτης καταβάλλει μόνο τους τόκους. Εφόσον, ούτε αυτή η λύση προσφέρει διέξοδο στον δανειολήπτη, υπό προϋποθέσεις, είναι δυνατή η πληρωμή μέρους των τόκων. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του δανείου αυξάνεται, καθώς οι τόκοι που δεν εξοφλούνται κεφαλαιοποιούνται. Εναλλακτικά, εφόσον το επιτρέπει η ηλικία του δανειολήπτη, οι τράπεζες επιμηκύνουν την εναπομένουσα διάρκεια εξόφλησης του δανείου, ώστε να μειωθεί η μηνιαία δόση.
Από την άλλη πλευρά, στην καταναλωτική πίστη η ανακούφιση των πελατών που δανείστηκαν παραπάνω από το κανονικό είναι δυνατή με την επιμήκυνση της διάρκειας εξόφλησης και με τη μείωση του επιτοκίου δανεισμού. Στο πλαίσιο αυτό οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει ειδικά προγράμματα στα οποία μπορούν να μεταφερθούν οφειλές που υφίστανται προς τις ίδιες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Τα επιτόκια των δανείων αυτών κινούνται στην περιοχή του 10% - 14%.
Εάν ο δανειολήπτης θέλει να μειώσει ακόμη περισσότερο τη μηνιαία δόση του, τα πιστωτικά ιδρύματα ζητούν την παροχή εγγυήσεων, για παράδειγμα την προσημείωση ενός ακινήτου. Σε μια τέτοια περίπτωση, όλες οι οφειλές από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες μεταφέρονται σε ένα προϊόν, με το επιτόκιο να υποχωρεί στα επίπεδα του 5% - 6% και τη διάρκεια αποπληρωμής να επιμηκύνεται ακόμη και στα 20 χρόνια.
Σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις με την τράπεζα δεν έχουν αποτέλεσμα, το επόμενο βήμα για τους δανειολήπτες αποτελεί η υποβολή αίτησης στο Ειρηνοδικείο, με στόχο τον δικαστικό διακανονισμό των οφειλών. Η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει και με τη βοήθεια ενός δικηγόρου ή καταναλωτικών οργανώσεων. Στην αίτηση θα πρέπει να αναγράφονται όλο το ιστορικό των δανειοδοτήσεων, η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, ενώ θα πρέπει να κατατεθεί και ένα προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών.
Συνήθως, προτού η υπόθεση φθάσει στο δικαστήριο, υπάρχει νέα διαπραγμάτευση μεταξύ της τράπεζας και του δανειολήπτη, για την εξωδικαστική διευθέτηση της διαφωνίας. Σε περίπτωση που και αυτές οι συζητήσεις δεν έχουν αίσιο τέλος, την τελική απόφαση για τη ρύθμιση των οφειλών παίρνει ο δικαστής.
Τις επόµενες ηµέρες αναµένεται η απάντηση της ΕΚΤ αναφορικά µε το σχέδιο νόµου το οποίο έχει καταρτίσει το υπουργείο Ανάπτυξης για τη µείωση των δόσεων που πληρώνουν νοικοκυριά τα οποία έλαβαν προ κρίσης στεγαστικό δάνειο και υπέστησαν σηµαντική µείωση των εισοδηµάτων τους τα τελευταία χρόνια.
Τραπεζικοί κύκλοι εκτιμούν ότι εφόσον η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης πάρει την έγκριση της τρόικας, θα ελαφρύνει περί τα 120.000 νοικοκυριά, τα οποία θα δουν τη δόση τους να περιορίζεται στο 30% των νέων χαμηλότερων εισοδημάτων τους.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, με βάση τις προϋποθέσεις που τίθενται για ένταξη εργαζομένων, συνταξιούχων και ανέργων στο προτεινόμενο πρόγραμμα διευκόλυνσης, θα επηρεαστεί το 20% του χαρτοφυλακίου στεγαστικής πίστης των τραπεζών, ήτοι δάνεια συνολικού ύψους 15 δισ. ευρώ. Αν υλοποιηθεί η πρόταση αυτή, θα έχει ως άμεση συνέπεια την ανάγκη πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων ύψους τουλάχιστον 1,1 δισ. ευρώ, καθώς και διαχειρίσιμες επιπτώσεις στη ρευστότητα και τα έσοδά τους.
Δικαιούχοι της ρύθμισης
Αναλυτικότερα, δικαίωμα ένταξης στη ρύθμιση που προτείνεται έχουν οι εξής κατηγορίες δανειοληπτών:
Α. Μισθωτοί - Συνταξιούχοι - Επαγγελματίες με ως δύο εργοδότες (μπλοκάκια)
-Με εισοδηματικές απώλειες από την 1.1.2010 άνω του 35%.
-Με φορολογητέο εισόδημα σήμερα ως 25.000 ευρώ.
-Με προσημειωμένο ακίνητο αντικειμενικής αξίας ως 180.000 ευρώ.
Β. Ανεργοι, ευπαθείς ομάδες
-Με προσημειωμένο ακίνητο αντικειμενικής αξίας ως 200.000 ευρώ.
-Χωρίς κανένα άλλο κριτήριο.
Οσοι πληρούν τα παραπάνω κριτήρια μπορούν να μειώσουν τη δόση τους στο 30% του μηνιαίου εισοδήματός τους.
Οι βασικοί όροι της ρύθμισης είναι οι εξής:
- Ο δανειολήπτης πληρώνει μόνο τόκους με σταθερό επιτόκιο 1,50% για τέσσερα χρόνια.
-Σε κάθε περίπτωση η δόση δεν μπορεί να ξεπερνά το 30% των μηνιαίων αποδοχών του.
-Θα γίνει επαναξιολόγηση της κατάστασης του δανειολήπτη ύστερα από δύο χρόνια.
-Σε περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν έχει εισοδήματα θα αναστέλλεται η πληρωμή των δόσεων.
-Μετά την τετραετή περίοδο χάριτος θα επανέρχονται οι αρχικοί όροι του δανείου.