Σε πλήρη αναμόρφωση του παρωχημένου νομοθετικού πλαισίου για τους αδρανείς καταθετικούς λογαριασμούς προχωρεί το υπουργείο Οικονομικών με το σχέδιο νόμου "Ρυθμίσεις για την τροποποίηση και τη βελτίωση συνταξιοδοτικών, δημοσιονομικών, διοικητικών και λοιπών διατάξεων του Υπουργείου Οικονομικών" που έδωσε σήμερα σε δημόσια διαβούλευση.
Με το εν λόγω σχέδιο νόμου επιτρέπεται η χρήση των κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις από το Ελληνικό Δημόσιο αποκλειστικά και μόνο για ειδικούς σκοπούς στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, μετά την παραγραφή των δικαιωμάτων του καταθέτη ή των νομίμων κληρονόμων του, κατόπιν παρέλευσης εικοσαετίας.
Ακόμη, καταργείται η παρωχημένη διάταξη που προέβλεπε παραγραφή των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου κατόπιν παρέλευσης δεκαετίας, από τη συμπλήρωση της ως άνω αναφερόμενης εικοσαετίας, εξαλείφοντας έτσι ουσιαστικά τυχόν κίνητρο κάποιων πιστωτικών ιδρυμάτων να επιδιώξουν την καταστρατήγηση του Ν.Δ. 1195/1942.
Ειδικότερα με τις διατάξεις για τους αδρανείς καταθετικούς λογαριασμούς αποσαφηνίζεται κατά τον πλέον απόλυτο τρόπο ότι μετά την παραγραφή των δικαιωμάτων του καταθέτη ή των νομίμων κληρονόμων του, κατόπιν παρέλευσης εικοσαετίας, η χρήση των κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για ειδικούς σκοπούς στήριξης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Επίσης, παρέχεται, για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου, ορισμός του αδρανούς καταθετικού λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του ν. 3601/2007. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο ορισμό, αδρανής καταθετικός λογαριασμός είναι εκείνος, στον οποίο δεν έχει πραγματοποιηθεί αποδεδειγμένα καμία πραγματική συναλλαγή από τους δικαιούχους καταθέτες για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών. Η επόμενη μέρα της τελευταίας συναλλαγής συνιστά και την έναρξη της ως εικοσαετίας.
Με το άρθρο 8 του σχεδίου νόμου συγκεκριμενοποιείται και αυτοματοποιείται η διαδικασία που αφορά στην αντιμετώπιση και το χειρισμό του ζητήματος των αδρανών καταθετικών λογαριασμών, αντικαθιστώντας έτσι το παρωχημένο νομοθετικό πλαίσιο για τους αδρανείς καταθετικούς λογαριασμούς (του ν.δ. 1195/1942). Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται στο συγκεκριμένο άρθρο υποχρέωση ειδοποίησης του δικαιούχου εν δυνάμει αδρανούς κατάθεσης πριν τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής περισσότερες από μία φορές (εφόσον πρόκειται για ποσό άνω των 100 ευρώ, προκειμένου το ποσό αυτό να ανταποκρίνεται στο κόστος της σχετικής ειδοποίησης), ενώ ορίζεται με σαφήνεια ότι το υπόλοιπο αδρανούς καταθετικού λογαριασμού παραγράφεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μετά την παρέλευση εικοσαετίας, αποδίδοντας έτσι και το πνεύμα της πάγιας νομολογίας των ανώτατων δικαστηρίων στη χώρα μας για το συγκεκριμένο ζήτημα. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθεί και η πρόβλεψη στο άρθρο 8 ότι η πίστωση των καταθέσεων με τόκους, καθώς και η κεφαλαιοποίησή τους δεν διακόπτουν την παραγραφή.
Έτσι, κάθε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, δηλαδή είτε εδρεύει στην Ελλάδα είτε εδρεύει σε τρίτη χώρα -κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή όχι- και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, οφείλει αμέσως μετά την παρέλευση του χρονικού ορίου της εικοσαετίας (παραγραφή αξιώσεων καταθετών) αφενός να αποδίδει στο δημόσιο συγκεντρωτικά μέχρι το τέλος Απριλίου κάθε έτους τα υπόλοιπα των αδρανών καταθέσεων, πλέον αναλογούντων τόκων που έκλεισαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, καταθέτοντας στην Τράπεζα της Ελλάδος τα σχετικά ποσά σε ειδικό λογαριασμό και αφετέρου να ενημερώνει συγχρόνως την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο.
Το πιστωτικό ίδρυμα για λόγους διαφάνειας οφείλει να ενημερώνει και τους δικαιούχους/κληρονόμους, εφόσον ερωτηθεί από αυτούς, για το που έχουν μεταφερθεί τα σχετικά ποσά, μετά την παρέλευση της εικοσαετίας. Τα ως άνω ποσά, στο σύνολό τους, θα καταγράφονται ως έσοδο στον ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό σε ειδικό κωδικό και θα διατίθενται για ειδικούς σκοπούς στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στα θέματα υγείας, εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης. Ταυτόχρονα το ισόποσο θα εγγράφεται ως δαπάνη σε ειδικούς κωδικούς για τους προαναφερθέντες σκοπούς. Τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα μέσα στις προθεσμίες σύνταξης του Κρατικού Προϋπολογισμού να ενημερώνουν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για το κατ΄ εκτίμηση ύψος των αδρανών καταθέσεων που θα μεταφέρουν στο Δημόσιο μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου έτους, προκειμένου τα συγκεκριμένα κονδύλια να συμπεριληφθούν στο Γενικό Προϋπολογισμό (σκέλος εσόδων - σκέλος δαπανών) του επόμενου οικονομικού έτους. Για λόγους διαφάνειας, ο Υπουργός Οικονομικών με ειδική έκθεσή του οφείλει κάθε χρόνο να ενημερώνει την Βουλή των Ελλήνων τόσο για το ύψος όσο και για τον τρόπο διάθεσης των σχετικών κεφαλαίων από αδρανείς καταθέσεις.
Με το άρθρο 9 του σχεδίου νόμου προκειμένου τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο άρθρο να μην μείνουν κενό γράμμα, καθορίζεται ο τρόπος εποπτείας της διαδικασίας στη σύνολό της. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι κάθε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είναι υποχρεωμένο με τους θεσμούς εσωτερικού ελέγχου και κανονιστικής συμμόρφωσης που οφείλει να διαθέτει, να παρακολουθεί τη συνεπή τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ορκωτοί ελεγκτές στις σημειώσεις των ετήσιων δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων οφείλουν να βεβαιώνουν εάν τηρήθηκαν ή όχι οι διατάξεις του νόμου για τις αδρανείς καταθέσεις, αναφέροντας και το ποσό που αποδόθηκε στο Δημόσιο.
Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος, ενεργώντας ως ταμίας και εντολοδόχος του Δημοσίου, αφενός θα εποπτεύει την πιστή τήρηση από τα πιστωτικά ιδρύματα των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, υποχρεούμενη, μάλιστα, να επιβάλλει τις προβλεπόμενες κυρώσεις στις περιπτώσεις που διαπιστώνει ότι δεν τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα στο παρόν κεφάλαιο, και αφετέρου θα οφείλει εντός του πρώτου διμήνου κάθε έτους να καταθέτει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους κατάσταση με τα δραστηριοποιούμενα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα για τον ευχερέστερο έλεγχο από το τελευταίο της τήρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα των διατάξεων του παρόντος.
Τέλος, στο πλαίσιο άσκησης επαρκούς εποπτείας, ο υπουργός Οικονομικών έχει την ευχέρεια οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο να ζητά από την Τράπεζα της Ελλάδος τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου για την επιβεβαίωση της πιστής εφαρμογής των οριζομένων στο παρόν κεφάλαιο.