Στο 25,5% ανήλθε η ανεργία στην Ελλάδα στο τρίτο τρίμηνο του 2014, σημειώνοντας υποχώρηση έναντι του 26,6% του δευτέρου τριμήνου. Στο τρίμηνο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου 2013 η ανεργία ήταν στο 27,2%.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα, Πέμπτη, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στο τρίτο τρίμηνο του 2014 ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.586.885 άτομα και των ανέργων σε 1.229.370.
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (29,2%) είναι σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών (22,6%). Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (49,5%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 56,6%
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους έχουν πάει μερικές τάξεις Δημοτικού (34,8%) ενώ ακολουθούν τα άτομα που δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (33,0%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (12,7%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (20,6%)
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 18,7% αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 75,1% αναζητά πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Το 6,1% είτε αναζητά μερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει μερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (5,1%) απέρριψε, κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου του 2014, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή α) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (23,6%), β) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (20,8%), γ) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (22,8%).
Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, ανέρχεται στο 24% του συνόλου των ανέργων ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 75,4%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα, είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (30,3% έναντι 25,1%). Επίσης, το 73,6% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων το οποίο είναι 50,5%.