Την κατάργηση του φορολογικού πιστοποιητικού των επιχειρήσεων από την 1η Ιανουαρίου 2016 προανήγγειλε σήμερα ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Μαυραγάνης μιλώντας σε διεθνές συνέδριο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών στην Αθήνα. Η κίνηση αυτή αναμένεται να ελαφρύνει τις εταιρείες από την δαπάνη του πιστοποιητικού φορολογικής συμμόρφωσης που σήμερα κυμαίνεται από 5.000 ευρώ έως και 100.000.
Ειδικότερα, αναφερόμενος στο χαιρετισμό του στο θέμα του συνεδρίου "Αποτελεσματικότεροι Έλεγχοι σε Πολυπλοκότερο Περιβάλλον" ο κ. Μαυραγάνης ανέφερε πως έχει μεγάλο ενδιαφέρον για δύο λόγους, αφενός διότι από το 2016 θα ισχύουν οι νέοι κανόνες που τέθηκαν με την Οδηγία 2014/56 για τους ορκωτούς ελεγκτές, και αφετέρου διότι από τη χρονιά αυτή και συγκεκριμένα για χρήσεις που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2016, το φορολογικό πιστοποιητικό στη μορφή που είναι σήμερα δεν θα υπάρχει.
"Και οι δύο λόγοι που προανέφερα αποτελούν και την μεγάλη πρόκληση για τους ορκωτούς ελεγκτές στη χώρα μας", είπε ο υφυπουργός Οικονομικών και προσέθεσε πως μέσα στο 2015 το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, σε συνεργασία με την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων θα πρέπει να προετοιμάσουν τη μετάβαση στο νέο καθεστώς ώστε ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων να περιλαμβάνει και έκφραση γνώμης για τη φορολογική κατάσταση της εταιρείας με βάση πάντα τη διεθνή πρακτική στον τομέα αυτό.
Η πρακτική αυτή θα ελαφρύνει τις εταιρείες από την δαπάνη έκδοσης του πιστοποιητικού φορολογικής συμμόρφωσης που σήμερα ανέρχεται από 5.000 ευρώ έως και 100.000.
Ο κ. Μαυραγάνης προσέθεσε πως επιπλέον η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης σε σχέση με την κατάργηση του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ΚΦΑΣ), την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/34 για τις οικονομικές καταστάσεις συγκεκριμένων τύπων επιχειρήσεων και την κωδικοποίηση των λογιστικών διατάξεων σε ενιαίο κείμενο, θα δώσει την ευκαιρία στις επιχειρήσεις να λειτουργήσουν σε ένα πιο απλοποιημένο περιβάλλον κανόνων και στους ελεγκτές και στους λογιστές να έχουν τη δυνατότητα να καταφεύγουν σε ένα ενιαίο κείμενο που θα περιέχει τους κανόνες για τα λογιστικά αρχεία, τα παραστατικά συναλλαγών και τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα.