Από το Θόδωρο Πανάγο
Τελικά η κυβέρνηση κατάφερε να προκαλέσει κοινωνικό αυτοματισμό και στο ζήτημα του φόρου των ακινήτων. Η διάκριση της φοροδοτικότητας αστικών και αγροτικών ακινήτων και η συνακόλουθη «αντιπαλότητα» των βουλευτών που συντάσσονται υπέρ της μιας ή της άλλης κοινωνικής κατηγορίας, υπό το άγχος της επανεκλογής τους, οδηγεί την όλη κατάσταση προφανώς σε λάθος κατεύθυνση. Στην επιβολή ενός φόρου με κριτήριο το πολιτικό κόστος.
Κοινωνία χωρίς διακρίσεις είναι μια δίκαιη κοινωνία. Η φορολογική δικαιοσύνη, ιδίως σε δύσκολους καιρούς, δεν μπορεί να γέρνει υπέρ συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών. Ο κοινωνικός αυτοματισμός που προκάλεσε η κυβέρνηση, είναι αποτέλεσμα της έλλειψης συγκεκριμένης φιλοσοφίας φορολόγησης. Ο φόρος που επιβάλλεται γενικά, πρέπει να είναι αντικειμενικός και όχι προϊόν πολιτικών πιέσεων της μιας ή της άλλης ομάδας βουλευτών, γιατί αλλιώς είναι αντίθετος στο κοινό αίσθημα περί του δικαίου. Να σημειωθεί ότι είναι αυτό το τελευταίο που συνιστά τη βασική αιτία της φοροδιαφυγής.
Και επειδή τέθηκε και το ζήτημα του ορισμού του δίκαιου φόρου, αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι κανένας φορολογικός νόμος δεν είναι δίκαιος όταν περιέχει δεκάδες εξαιρέσεις. Το «χαράτσι» δεν ήταν δίκαιος φόρος, επειδή ακριβώς περιείχε ένα σωρό εξαιρέσεις και μετατόπιζε το συνολικό βάρος σε συγκεκριμένους φορολογούμενους. Απ’ την άλλη, ο φόρος θα πρέπει να ανταποκρίνεται και στις κοινωνικές συνθήκες, καθώς και στη δυνατότητα του φορολογουμένου να τον πληρώνει.
Οι παρεμβάσεις βουλευτών υπέρ συγκεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας πολιτών, προκαλούν προβληματισμό για τον τρόπο που ορισμένοι αντιπρόσωποι του έθνους αυτοπροσδιορίζονται στο κοινοβούλιο. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, η έκφραση συντεχνιακής νοοτροπίας είναι συμπεριφορά ολιγαρχικού χαρακτήρα και απέχει από τη δημοκρατική αντίληψη. Έτσι, αν, λ.χ. το τάδε κόμμα αποδέχεται τις πιέσεις της δείνα κοινωνικής κατηγορίας ή ομάδας, με αποτέλεσμα το συνολικό φορολογικό βάρος να μετατίθεται σε άλλη, τότε γιατί να το ψηφίσουν οι πολίτες της τελευταίας κατηγορίας;
Είναι, ίσως εύλογο ότι, το χωράφι με όλα του τα παραρτήματα, που καλλιεργείται και αποδίδει εισόδημα επιβίωσης στον επαγγελματία αγρότη, δεν μπορεί να φορολογείται ή τουλάχιστον δεν πρέπει να φορολογείται οριζόντια. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τον αστό επαγγελματία που χρησιμοποιεί το ιδιόκτητο γραφείο του για να ασκεί το επιτήδευμά του. Με την ίδια λογική δεν πρέπει να φορολογούνται, τόσο τα σχολάζοντα χωράφια, όσο και τα ανοίκιαστα σπίτια!
Το σχέδιο που παρουσίασαν για να ψαρέψουν στα θολά νερά, οι αρμόδιοι του υπουργείου πάσχει γιατί δε μελετήθηκε συνολικά και ορθολογικά ένας υπερφόρος που πρόκειται να επιβληθεί σε Πολίτες για πολλά χρόνια και που δεν λαμβάνει υπόψη του,
- Το ύψος των αντικειμενικών αξιών, σε σχέση με την πραγματική αξία του υπό φορολόγηση ακινήτου,
- Τη στάθμιση της ύπαρξης ενός ενυπόθηκου δανείου που ουσιαστικώς περιορίζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, με την έννοια ότι επιβάλλεται ένας φόρος σε ανύπαρκτο δικαίωμα,
- Τη φοροδοτική απόδοση του ακινήτου,
- Την ανυπαρξία αφορολόγητου, αλλά και οροφής του φόρου, αφού κατά ανορθόδοξο τρόπο, ο φόρος ακινήτου αυξάνεται όσο αυξάνεται η αξία του ακινήτου,
- Την έλλειψη της δυνατότητας μεταβίβασης του ακινήτου στο δημόσιο με την αξία που αυτό προσδιορίζει, για το συμψηφισμό φόρων και άλλα.
Με άλλα λόγια, όταν επιβάλλεται ένας τόσο σημαντικός φόρος πρέπει να υπολογίζεται, όχι το τι χρειάζεται το κράτος για να καλύψει τις υποχρεώσεις του (ούτε ο κεφαλικός φόρος δεν ήταν έτσι), αλλά να τίθενται οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό του, υπό το κράτος φορολογικής δικαιοσύνης και ορθολογικής ποσοτικοποίησης.
Ο,τιδήποτε άλλο δεν αντέχει στο χρόνο, το Σύνταγμα και την πολιτική προοπτική και μέλλον της παρούσας πολιτικής τάξης.
www.carta-org.gr