Σημαντικές αλλαγές στην πληρωμή του ΦΠΑ προβλέπει τροπολογία του υπουργείου οικονομικών. Δεδομένου ότι το σημερινό φορολογικό σύστημα βασίζεται στο λεγόμενο σύστημα των δεδουλευμένων πράξεων, το οποίο έχει οδηγήσει σε οικονομική στενότητα χιλιάδες εταιρείες και έχει συμβάλλει στην υπερφόρτωση των φορολογικών δικαστηρίων που οφείλονται στη μη έγκαιρη πληρωμή τιμολογίων και παραστατικών που έχουν εκδοθεί, προβλέπονται αλλαγές.
Η εφαρμογή του ειδικού αυτού καθεστώτος αναβάλλει τη φορολογική υποχρέωση επί των πωλήσεων ώστε να συμπίπτει χρονικά με την πληρωμή. Κατά συνέπεια, το σημείο στο οποίο οι φορολογούμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το ΦΠΑ επί των αγορών αναβάλλεται επίσης, έως ότου ο ΦΠΑ έχει πράγματι καταβληθεί στον προμηθευτή.
Ερωτήσεις – απαντήσεις για το νέο καθεστώς ΦΠΑ
1)Ποιοι μπορούν να ενταχθούν
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 προβλέπεται η δυνατότητα των υποκείμενων στο φόρο των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο δεν έχουν υπερβεί τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, να επιλέξουν την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος καταβολής, κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων.
2)Πότε πρέπει να πληρωθεί ο ΦΠΑ
Για τα πρόσωπα που εντάσσονται στο ειδικό αυτό καθεστώς , ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής που αφορά τις πραγματοποιούμενες από τα πρόσωπα αυτά φορολογητέες πράξεις και ο φόρος εισροών εκπίπτει κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος που αφορά τις φορολογητέες πράξεις που λαμβάνουν από άλλους υποκείμενους στο φόρο. Ως προς τους υποκείμενους στο φόρο λήπτες παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από τα πρόσωπα που έχουν ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς, αυτοί εκπίπτουν το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος.
3)Ποιοι δεν υπάγονται
Στο ειδικό καθεστώς δεν υπάγονται οι ακόλουθες πράξεις:
α) Παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών οι οποίες απαλλάσσονται από το φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 έως 28.
β) Εισαγωγές αγαθών
γ) Ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών.
δ) Πράξεις για τις οποίες υπόχρεος για την καταβολή του φόρου καθίσταται ο λήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών.
ε) Λιανικές πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών
στ) Πράξεις για τις οποίες ο τόπος φορολόγησης δεν βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας.
4)Πώς γίνεται η ένταξη στο ειδικό καθεστώς
Η ένταξη στο ειδικό καθεστώς πραγματοποιείται με υποβολή δήλωσης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, ισχύει από την έναρξη της επόμενης φορολογικής περιόδου και δεν μπορεί να παύσει πριν τη λήξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου.
5)Τι γίνεται με όσους δεν ήταν εντάξει με την εφορία
Στο ειδικό καθεστώς δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος αποδεδειγμένα κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων διαχειριστικών περιόδων δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και εισοδήματος ή καταστάσεις πελατών – προμηθευτών ή έχει υποπέσει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή. Επίσης δεν μπορεί να ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς υποκείμενος στο φόρο πριν από την παρέλευση δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη της δραστηριότητάς του.
6)Αλλαγές στα λογιστικά βιβλία
Οι υποκείμενοι στο φόρο που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά αρχεία τους με τρόπο που να διαπιστώνονται οι εισπράξεις και οι πληρωμές της αντιπαροχής για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν ή λαμβάνουν και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω εισπράξεις και πληρωμές. Επίσης οι υποκείμενοι στο φόρο που λαμβάνουν παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, από υποκείμενους του ειδικού καθεστώτος, υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά αρχεία τους με τρόπο που να διαπιστώνονται οι πληρωμές που πραγματοποιούν για τις εν λόγω πράξεις και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω πληρωμές.
7)Μπορεί κάποιος να εκτοπιστεί από το ειδικό καθεστώς
Σε περίπτωση που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις (π.χ δεν στέλνει ηλεκτρονικά τα στοιχεία για τις εισπράξεις και τις πληρωμές) ή υποπίπτει σε παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή. Επίσης, το ειδικό καθεστώς παύει να ισχύει από την επόμενη διαχειριστική περίοδο, σε περίπτωση που κάποιος υπερβεί το όριο τζίρου των 500.000 ευρώ.