Υποχρεωτική συμμετοχή των ασφαλισμένων και μεταφορά πόρων από την κύρια ή την επικουρική ασφάλιση προϋποθέτει η ανάπτυξη του θεσμού των Επαγγελματικών Ταμείων, που συγκροτούν τον λεγόμενο δεύτερο πυλώνα στη βάση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Η βασική φιλοσοφία των συστημάτων του δεύτερου πυλώνα είναι η χορήγηση συντάξεων με βάση τις εισφορές που έχουν καταβάλει ο εργοδότης και ο εργαζόμενος, χωρίς προκαθορισμένη συνήθως εγγύηση και ανάλογα με τις αποδόσεις που συσσωρεύουν οι εισφορές στη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου κάθε εργαζομένου.
Την άποψη αυτή - σύμφωνα με την "Καθημερινή" - φαίνεται ότι ενισχύει η μελέτη που έχει ζητήσει η Τράπεζα της Ελλάδος για την ανάπτυξη του θεσμού των Επαγγελματικών Ταμείων και η οποία θα αποτελέσει στο προσεχές διάστημα τη βάση της συζήτησης για τις αλλαγές στο σύστημα ασφάλισης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τουρκία, στην οποία ο θεσμός αναπτύσσεται σε εθελοντική βάση και το κράτος καταβάλλει το 25% της εισφοράς του ασφαλισμένου ως πριμοδότηση. Εκτός από τον εργαζόμενο, βασικός πόλος είναι φυσικά ο εργοδότης, που αναλαμβάνει μέρος των εισφορών, το οποίο όμως επίσης ποικίλλει ανάλογα με τη χώρα. Η διεθνής εμπειρία φέρνει μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες εισφορές από την πλευρά των εργοδοτών την Αυστραλία, η οποία ανέπτυξε το σύστημα από το 1980, ξεκινώντας από ένα χαμηλό επίπεδο εισφορών της τάξης του 3% για να φτάσει σήμερα στο 12%.
Επιτυχημένο παράδειγμα αποτελεσματικής ανάπτυξης του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης αποτελεί η Πολωνία, χώρα στην οποία η διαχείριση των αντίστοιχων ταμείων δόθηκε σε ιδιώτες διαχειριστές με εντυπωσιακά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την απόδοση των επενδύσεων.
Στην Ελλάδα η δημιουργία Επαγγελματικών Ταμείων, παρά το γεγονός ότι ο θεσμός έχει προβλεφθεί από την προηγούμενη δεκαετία, προσέκρουε στην ισχυρή παρουσία της κοινωνικής ασφάλισης με την κύρια σύνταξη. Η επικουρική ασφάλιση με τη σειρά της, παρά το γεγονός ότι είχε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του δεύτερου πυλώνα, με κυριότερο αυτό της συμμετοχής μόνο εργοδοτών και εργαζομένων, έτεινε να προσιδιάζει με την κύρια σύνταξη, αφού το Δημόσιο εγγυόταν την καταβολή της.
Βασικό εμπόδιο στην ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα ήταν επίσης οι υψηλές συντάξεις, που επιβάρυναν συνολικά το σύστημα κύριων και επικουρικών, το ύψος των οποίων κατατάσσει τη χώρα μας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τους υψηλότερους συντελεστές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα αυτή παραμένει ακόμη και μετά τη συμφωνηθείσα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες που συμφωνήθηκε κατά την πρόσφατη διαπραγμάτευση με την τρόικα, γεγονός που κάνει σχεδόν απαγορευτική οποιαδήποτε συζήτηση για ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα με τη μορφή Επαγγελματικών Ταμείων, χωρίς την αντίστοιχη μεταφορά πόρων από την επικουρική κυρίως σύνταξη.