Οι τρεις μεγαλύτερες αλυσίδες του λιανεμπορίου που δεν υπάρχουν πια
Στην νεότερη ιστορία του λιανεμπορίου στην Ελλάδα γίναμε μάρτυρες σε αρκετά λουκέτα, ιδίως κατά την επταετία της κοινώς επονομαζόμενης οικονομικής κρίσης. Αναστολές λειτουργίας επιχειρήσεων, που χαρακτήρισαν και εν πολλοίς καθόρισαν την επιχειρηματική πορεία του κλάδου.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Τρεις από τις επιχειρήσεις με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό του ομίλου Μαρινόπουλου, θορύβησαν έντονα τους εμπλεκόμενους στην αγορά του λιανεμπορίου, ενώ συζητήθηκαν ευρέως μεταξύ ημών. Μαρινόπουλος, Βερόπουλος και Ατλάντικ είναι οι πιο χαρακτηριστικές αποχωρήσεις από τον κλάδο των σούπερ μάρκετ.
Ξεκινώντας από τον παλαιότερο σε σειρά αποχώρησης από την εγχώρια επιχειρηματική σκηνή των σούπερ μάρκετ, θα αναφερθούμε στο Ατλάντικ.
Την εταιρεία ίδρυσε το 1980 ο Παναγιώτης Αποστόλου. Σε διάστημα πέντε ετών η Ατλάντικ διέθετε πέντε καταστήματα. Συνέχισε επιλέγοντας την επιθετική εξάπλωση του δικτύου της από το 1985. Ο επιχειρηματικός σχεδιασμός βασίστηκε εκτός από την οργανική ανάπτυξη της αλυσίδας, σε εξαγορές μικρότερων εταιρειών του κλάδου. Το 2000 η Ατλάντικ μπήκε στην οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, με την εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όπου παρέμεινε έως και το 2010.
Αρκετοί υποστήριξαν ότι η συνύπαρξη του Μανώλη Αποστόλου, γιου του ιδρυτή, Παναγιώτη Αποστόλου, με τον Γαληνό Λαουτάρη, στη διοίκηση της επιχείρησης από το 2001 και ύστερα, ήταν ένα από τα βασικότερα αίτια της κατάρρευσης. Ο Λαουτάρης διατηρούσε μία ισχυρή αλυσίδα τοπικού βεληνεκούς με έδρα την Εύβοια, την οποία προσπάθησε να εξαγοράσει ο Κώστας Βερόπουλος το 1994. Επίσης, υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του συνεταιρισμού των παντοπωλών, ΕΛΟΜΑΣ, την ίδια χρονιά. Αργότερα μπήκαν στο εταιρικό σχήμα τα παιδιά του Αποστόλου, Μανώλης, Ελπίδα και Περικής. Το 1990, η εταιρεία μετρά 10 καταστήματα.
Αυτό που δεν έκανε ο Βερόπουλος το 1994, το πραγματοποίησε εφτά χρόνια μετά ο Αποστόλου, εξαγοράζοντας τα καταστήματα του Λαουτάρη, με αντιπαροχή μετοχικού ποσοστού στην Ατλάντικ.
Σταδιακά, με την απορρόφηση μιας μικρής αλυσίδας στον Πειραιά, η Ατλάντικ διπλασιάζει τα καταστήματά της. Από το 1992 ως και το 1996 επενδύονται 44 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία νέων καταστημάτων, καθώς και για την ανακαίνιση παλαιών καταστημάτων.
Στη διάρκεια αυτής της πενταετίας η οικογένεια Αποστόλου εξαγοράζει τα καταστήματα Νικολαΐδης στη Φιλαδέλφεια, την Κυψέλη ΑΕΒΕ στη Βόρεια Πελοπόννησο με 11 καταστήματα, τη Χριστόπουλος ΑΕΒΕ με 13 καταστήματα, καθώς και τη Φάρμα Τετράς ΑΕΒΕ με 25 καταστήματα.
Το 2000 η εταιρεία διαθέτει 118 καταστήματα με τζίρο 235 εκατ. ευρώ, χώρους πώλησης 130.000 τ.μ. και αποθηκευτικούς χώρους 83.953 τ.μ.
Το 2007 έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια του μισού δισ. με κύκλο εργασιών για τον όμιλο, που ανέρχεται στα 597, 7 εκατ. ευρώ, έναντι 576,1 εκατ. ευρώ το 2006, 576,7 εκατ. το 2005 και 569,8 εκατ. το 2004.
Χαρακτηριστικό της δυναμικής που είχε αποκτήσει η αλυσίδα, είναι το γεγονός ότι έως και το 2007, διέθετε πανελλαδικά περισσότερα από 180 καταστήματα. Παράλληλα είχε αναπτύξει δυναμικό δίκτυο franchise μέσω της θυγατρικής αλυσίδας Άριστα.
Ωστόσο, οι υψηλές δανειακές υποχρεώσεις έφεραν και τα πρώτα προβλήματα το 2009. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τα συνολικά 161 καταστήματα που διέθετε η Ατλάντικ το 2009, το 2011 μετά από σειρά λουκέτων, είχε μόλις 31 στην κατοχή της.
Λίγο πριν καταθέσει αίτηση συνδιαλλαγής με τους πιστωτές, ο Αποστόλου εμφανιζόταν λάβρος εναντίον όλων όσων υποστήριζαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για την επιχείρησή του. Σε συνέντευξή του δήλωνε επί λέξει ότι «δεν υπήρχε θέμα».
Ωστόσο τα γεγονότα διέψευσαν τον επικεφαλής της Ατλάντικ. Το 2011 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αποφάσιζε ότι η εταιρεία κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης. Λίγο νωρίτερα η Δικαιοσύνη είχε απαντήσει αρνητικά στο αίτημα συνδιαλλαγής με τους πιστωτές, εκτιμώντας ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σωθεί η Ατλάντικ Α.Ε.
Τι άφησε πίσω της η Ατλάντικ; Ακάλυπτες επιταγές 95,8 εκατομμυρίων ευρώ, υποθήκες 53,3 εκατ. ευρώ, διαταγές πληρωμής 28,7 εκατ. ευρώ και σειρά άλλων υποχρεώσεων που αγγίζουν συνολικά τα 200 εκατομμύρια ευρώ.
Βερόπουλος: Μία ιστορία με συνέχεια
Μία ακόμα ενδεικτική περίπτωση θορυβώδους αποχώρησης από την ελληνική αγορά είναι αυτή της αλυσίδας Βερόπουλος. Με τη διαφορά ότι ο επικεφαλής της, Νίκος Βερόπουλος, παραμένει έως και αυτή τη στιγμή επιχειρηματικά ενεργός στο χώρο των σούπερ μάρκετ.
Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1918 με έδρα την Πελοπόννησο. Επί σειρά ετών η δραστηριότητά της επικεντρώθηκε στη χονδρική, ενώ η είσοδος στη λιανική σηματοδοτείται το 1969, για να αποκτήσει σταδιακά τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα στο ελληνικό λιανεμπόριο.
Κομβικό σημείο στην πορεία της αποτέλεσε η συνεργασία με την ολλανδική πολυεθνική SPAR το 1969, καθώς και η επέκταση στη Θεσσαλονίκη το 1973 με την επωνυμία Βερόπουλος SPAR.
Στο τέλος του 2015, υπό το βάρος των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε, ο Νίκος Βερόπουλος, υπέγραφε με τον Αριστοτέλη Παντελιάδη της METRO, τη μεταβίβαση των εγχώριων δραστηριοτήτων και τη συγχώνευση με την υπάρχουσα αλυσίδα του δεύτερου, My Market. Ο Βερόπουλος, οποίος είχε ήδη παρουσία στα Σκόπια από το 1997 με την ίδρυση του πρώτου σούπερ μάρκετ υπό το διακριτικό τίτλο VERO, είχε αποφασίσει να δραστηριοποιηθεί αποκλειστικά στα Βαλκάνια.
Η ιστορική αλυσίδας Βερόπουλος, μία από τις παλαιότερες στην Ελλάδα, στην τελευταία δημοσιευμένη ενοποιημένη χρήση του ομίλου, το 2014, εμφάνιζε ζημίες 7 εκατ. ευρώ και συνολικές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις 355 εκατ. ευρώ. Κατά την αποχώρηση από την εγχώρια αγορά, η αλυσίδα αριθμούσε 180 καταστήματα και συνολικά 4.500 εργαζόμενους
Ήδη η VERO διανύει το 20ο έτος παρουσίας της στα Σκόπια, έχοντας επενδύσει 60 εκατ. ευρώ με 7 σούπερ μάρκετ στα Σκόπια, 2 στη Μπιτόλα και 2 στο Τέτοβο, συνολικής έκτασης 20.000 τ.μ., ενώ απασχολεί εργατικό δυναμικό τουλάχιστον 1000 εργαζομένων.
Μαρινόπουλος: Η υπόθεση που κλόνισε το λιανεμπόριο
Στην υπόθεση Μαρινόπουλου τα μεγέθη ήταν αρκετά μεγαλύτερα σε σχέση με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Ίσως τόσο μεγάλα, ώστε στελέχη της αγοράς, όπως ο Γιάννης Μαρλαφέκας, πρόεδρος της Λουξ, να κάνει λόγο το Μάρτιο σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Liberal, για «εμπορικό έγκλημα πρωτοφανούς έκτασης».
Mαζί του και άλλα στελέχη της αγοράς, μεταξύ των οποίων ο Μανόλης Δαμιανάκης, πρόεδρος της Κρητών Άρτος, ο οποίος μιλούσε για Lehman Brothers της Ελλάδας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2015, στο κατώφλι του λουκέτου ο όμιλος Μαρινόπουλου έχει ήδη πτώση τζίρου στο 1,2 δισ. ευρώ σε σχέση με το 1,5 δισ. το 2014.
Οι ζημίες που παρουσιάζει η επιχείρηση μετά από τους φόρους ανέρχονται στο ποσό των 412 εκατ. ευρώ. Επίσης, στα στοιχεία που βαρύνουν το Μαρινόπουλο συμπεριλαμβάνονται υποχρεώσεις, ύψους 1,3 δισ. ευρώ, ακάλυπτες επιταγές 447 εκατομμυρίων, ανεξόφλητα ενοίκια 160 εκατ. ευρώ.
Η συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από τη Δικαιοσύνη και ουσιαστικά ανοίγει το δρόμο για τη συγχώνευση με τον όμιλο Σκλαβενίτη, προβλέπει 50% κούρεμα οφειλών. Ο όρος αυτός αποτέλεσε μονόδρομο για τη βιωσιμότητα του Σκλαβενίτη.
Το τέλος μίας εποχής που διήρκεσε 55 χρόνια, από την ίδρυση της εταιρείας το 1962 έως και την έναρξη λειτουργίας των καταστημάτων Μαρινόπουλος υπό το καθεστώς Σκλαβενίτη, σηματοδοτήθηκε και τυπικά την 1η Μαρτίου του 2017.
Ωστόσο η επιχειρηματική διαδρομή της οικογένειας Μαρινόπουλου, ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα, πριν την ίδρυση της γνωστής αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Το 1893 ο Δημήτρης Μαρινόπουλος, με καταγωγή από το Αίγιο άνοιξε το πρώτο του φαρμακείο στη Νεάπολη Αττικής. Το 1949 ιδρύθηκε η φαρμακοβιομηχανία ΦΑΜΑΡ από τους γιους του αδερφού του Δημήτρη Μαρινόπουλου, Πάνου, ενώ αναπτύχθηκε δημιουργώντας 11 εργοστάσια παραγωγής, σε πέντε χώρες της Ευρώπης.
Η είσοδος στο λιανεμπόριο
Το 1962 η οικογένεια μπαίνει στο λιανεμπόριο, ιδρύοντας τις πρώτες οργανωμένες υπεραγορές στην Ελλάδα. Ακολουθούν οι συμφωνίες με το γαλλικό όμιλο Printems που αποδίδει στο Μαρινόπουλο την ονομασία, Prisunic. Στρατηγικής σημασίας ήταν το 1999, η συμφωνία με τους Γάλλους της Carrefour, από την οποία προέκυψε η κοινοπραξία Carrefour-Μαρινόπουλος με ισότιμη συμμετοχή των δύο επιχειρηματικών ομίλων σε ποσοστό 50%-50%.
Η Carrefour αποχώρησε από τη χώρα μας 20 χρόνια αργότερα, στο κατώφλι της οικονομικής κρίσης, ενώ σταδιακά είχε αρχίσει η πτώση για το Μαρινόπουλο, ο οποίος στο απόγειο της επιχειρηματικής του διαδρομής, απασχολούσε περισσότερους από 15.000 εργαζόμενους, και διέθετε περισσότερα από 1.000 καταστήματα.
Σημειώνεται ότι ο άκρατος δανεισμός σε συνδυασμό με κατηγορίες για κακοδιαχείριση, οι οποίες εξετάζονται από τη Δικαιοσύνη, ήταν από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν την κυρίαρχη αλυσίδα στο ελληνικό λιανεμπόριο, να κατεβάσει ταμπέλες.
Απρόσκοπτη πρόσβαση σε δανεισμό
Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι τα σημάδια ήταν εμφανή για τη μετέπειτα πορεία της αλυσίδας, οι χρηματοδοτικές κάνουλες ήταν ανοιχτές έως και το τέλος του 2015. Η εταιρεία έλαβε δάνειο 223 χιλ. ευρώ στις 01.09.2015 από την ALPHA BANK, 3 εκατ. ευρώ από την ίδια τράπεζα στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, καθώς και ανοιχτό αλληλόχρεο βραχυχρόνιο δάνειο από την Εθνική Factoring, 11,7 εκατ. ευρώ στη διάρκεια της ίδιας χρονιάς.
Στο τέλος του 2015 (31 Δεκεμβρίου 2015), ο βραχυχρόνιος δανεισμός της επιχείρησης ανερχόταν στα 121,5 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 30,7 εκατομμύρια από την Εθνική Τράπεζα, 7,7 εκατ. από την Alpha Bank, 6,4 εκατ. ευρώ από την Εθνική Factoring, 5,8 εκατ. ευρώ από τη Eurobank, 65,3 εκατ. ευρώ από την Αφοί Μαρινόπουλοι Α.Ε., 4,6 εκατ. από τη θυγατρική, Sterling Properties Bulgaria Food.