Η ΕΨΑ ανήκει στις εταιρείες για τις οποίες το 2015 ήταν καταστροφικό
Η ΕΨΑ - η παλαιότερη βιομηχανία αναψυκτικών της ελληνικής αγοράς με 92 χρόνια λειτουργίας - σε μία αγορά που κάθε χρόνο συρρικνώνεται, προσπαθεί αναπτύσσοντας νέα προϊόντα, να διατηρήσει και να βελτιώσει την θέση της. Αυτό όμως δεν είναι πάντα εύκολο και μάλιστα σε αυτές τις συνθήκες που βρίσκεται η ελληνική αγορά. Η ΕΨΑ ανήκει στις εταιρείες για τις οποίες το 2015 ήταν καταστροφικό.
Όπως εξηγεί μιλώντας προς το ΑΠΕ - ΜΠΕ ο κ. Μιχάλης Τσαούτος, γενικός διευθυντής της εταιρείας "πέρυσι οι πωλήσεις μας μειώθηκαν σημαντικά, λόγω των capital controls και κυρίως στην περίοδο του Ιουλίου, διότι αποφασίσαμε να περιορίσουμε το ρίσκο μας στην αγορά και δεν πουλούσαμε παρά μόνο τοις μετρητοίς. Αυτό φυσικά είχε ως συνέπεια την συρρίκνωση των πωλήσεων και παρά το γεγονός ότι από τον Σεπτέμβριο και μετά η κατάσταση βελτιώθηκε δεν κατορθώσαμε να καλύψουμε τις απώλειες, διότι ο Ιούλιο είναι ίσως ο πιο δυνατός μήνας του χρόνου για τα προϊόντα μας".
Έτσι οι πωλήσεις της ΕΨΑ το 2015 διαμορφώθηκαν στα 9,6 εκατ. Ευρώ έναντι 11,6 εκατ. Ευρώ το 2014 και οι ζημιές πέρυσι αυξήθηκαν στα 870.000 ευρώ έναντι ζημιών 290.000 ευρώ το 2014. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ebit του 2014 ήταν 600.000 ευρώ και του 2015 διαμορφώθηκε αρνητικά κατά 120.000 ευρώ.
Αναφορικά για το 2016 ο κ. Τσαούτος σημειώνει ότι "στόχος μας πρωτίστως είναι ο μηδενισμός των ζημιών και σε δεύτερο πλάνο έρχονται οι πωλήσεις, που ελπίζουμε να πλησιάσουν τα επίπεδα του 2014, δηλαδή να ανέλθουν στα 11,5 εκατ. Ευρώ.
Στο πρώτο εξάμηνο του χρόνου, πάντως, η ζεστή αγορά των αναψυκτικών (σούπερ μάρκετ κλπ) συρρικνώθηκε κατά 8% και όπως λέει ο ίδιος "τα τελευταία χρόνια η πίτα κάθε χρόνο μειώνεται". Ωστόσο το μερίδιο της ΕΨΑ στο σύνολο της ζεστής αγοράς υπολογίζεται 3%, ενώ στην κατηγορία των flavors (πορτοκαλάδα, λεμονάδα κλπ) είναι γύρω στο 10%. Παρόλα αυτά η εταιρεία καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να ενισχύσει την εξαγωγική της δραστηριότητα, η οποία αναπτύσσεται σε 22 χώρες.
Πέρυσι οι πωλήσεις της στο εξωτερικό αντιστοιχούσαν στο 7% των συνολικών της πωλήσεων, ενώ εφέτος ίσως πλησιάσει και το 10%, υποστηρίζει ο κ. Τσαούτος.