Ernst & Young: 1 στις 3 τράπεζες θα χρειαστεί περισσότερα κεφάλαια

Η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών τραπεζών έχει αυξήσει τα κεφάλαιά της σε ικανοποιητικό βαθμό, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ποιοτική αξιολόγηση του ενεργητικού τους (AQR) και τα stress tests. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση European Banking Barometer της Εrnst & Young για το πρώτο εξάμηνο του 2014, στελέχη 22 τραπεζών, μεταξύ 294 σε όλη την Ευρώπη, υποστηρίζουν ότι θα χρειαστεί να αντλήσουν κεφάλαια μετά την αξιολόγηση, ενώ 43 ανέφεραν το ενδεχόμενο να χρειαστεί να προχωρήσουν σε αναζήτηση κεφαλαίων.

Παράλληλα, στελέχη ευρωπαϊκών τραπεζών εμφανίζονται αισιόδοξα για την ανάπτυξή και τις οικονομικές τους επιδόσεις φέτος και αναμένουν να αυξήσουν τόσο τις χορηγήσεις προς την πραγματική οικονομία όσο και τις αμοιβές των υπαλλήλων τους.

Ο Steven Lewis, επικεφαλής αναλυτής της Διεθνούς Τραπεζικής της Εrnst & Young, παρατηρεί: “Εκ πρώτης όψεως, η αισιοδοξία των τραπεζών για την ανάπτυξή τους δεν είναι συμβατή με τις  προσδοκίες τους σχετικά με την ανάγκη να αυξήσουν περαιτέρω τα κεφάλαιά τους. Ωστόσο, αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα αποτελέσματα των τραπεζών, είναι σαφές ότι υπάρχει αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ των ισχυρών και των αδυνάτων. Οι ισχυρότερες τράπεζες αναμένουν να βελτιώσουν τις οικονομικές τους επιδόσεις φέτος και, ως αποτέλεσμα αυτού, θα έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν το δανεισμό και τις αμοιβές, ενώ οι πιο αδύναμες τράπεζες θα συνεχίσουν να ανησυχούν για την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Έχουμε ήδη δει σημαντική προληπτική άντληση κεφαλαίων στην αγορά. Με δεδομένο τον αριθμό των τραπεζών που θα αναζητήσουν κεφάλαια από την αγορά κατά το 2ο και 4ο τρίμηνο, αυτή είναι μια σοφή κίνηση”.

Η έρευνα σε όλες τις αγορές της Ευρωζώνης που συμμετείχαν, έδειξε ότι κατά μέσο όρο περίπου 30% των τραπεζών δεν μπορεί να αποκλείσει περαιτέρω αυξήσεις κεφαλαίου μετά το AQR. Μια σημαντική μειοψηφία ολόκληρου του δείγματος των ευρωπαϊκών τραπεζών (8%), θεωρούν βέβαιο ότι θα χρειαστεί να αντλήσει περαιτέρω κεφάλαια μετά το AQR, ενώ ένα επιπλέον 20% πιστεύουν ότι ενδέχεται να χρειασθεί να αντλήσουν κεφάλαια.

Οι τράπεζες στη Γερμανία ήταν πιο αισιόδοξες, καθώς μόλις το 4% εκτιμά ότι θα πρέπει να συγκεντρώσει κεφάλαια, ενώ το 2% δεν μπορεί να το αποκλείσει. Τουναντίον, οι τράπεζες στην Ισπανία ήταν οι λιγότερο αισιόδοξες, με το 35% να θεωρεί ότι θα πρέπει να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια, ενώ το 25% δεν μπορεί να το αποκλείσει.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2014 και, μέχρι να ολοκληρωθεί στις 4 Απριλίου, έξι τράπεζες της Ευρωζώνης είχαν ήδη προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου. Μέχρι τις 4 Απριλίου οι τράπεζες της Ευρωζώνης είχαν αντλήσει 11 δισ. δολάρια, σε σύγκριση με 2 δισ. δολάρια το ίδιο διάστημα το 2013. Έκτοτε, άλλες 10 τράπεζες έχουν ανακοινώσει σχέδια για αυξήσεις κεφαλαίου πριν από την άσκηση. Συνολικά στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ήδη αντλήσει θέσει 35 δισ. δολάρια μετοχικού κεφαλαίου, 70% περισσότερο από την ίδια περίοδο το 2013.

Η αγορά είναι διχασμένη ως προς τις προβλέψεις για τα επισφαλή δάνεια Το 30% των τραπεζών εξακολουθεί να προβλέπει ότι θα χρειασθεί να αυξήσει τις προβλέψεις φέτος. Τις μεγαλύτερες πιθανότητες συγκεντρώνουν οι τράπεζες στην Ισπανία και την Αυστρία. Οι τράπεζες στην Ισπανία έχουν ανησυχίες σχετικά με τα προβλήματα δημόσιου χρέους, ενώ υποχρεώθηκαν να αναπροσαρμόσουν την αξία των χαρτοφυλακίων των ακινήτων τους. Οι τράπεζες στην Αυστρία είναι λιγότερο αισιόδοξες για την οικονομία και είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην Ανατολική Ευρώπη.

Ωστόσο, λόγω της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, το 23% των τραπεζών θεωρεί ότι θα είναι σε θέση να μειώσει τις προβλέψεις κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι 14% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2013.

Αυτός ο διχασμός της αγοράς ανάγεται, εν μέρει, σε τοπικές ανησυχίες για την οικονομία και τις συνεχιζόμενες ανησυχίες για το δημόσιο χρέος, συσχετίζεται όμως και με τις πιέσεις προς τις τράπεζες από το AQR. Μόνο οι τράπεζες στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Σκανδιναβικές χώρες πιστεύουν ότι οι συνολικές προβλέψεις για επισφαλή δάνεια θα μειωθούν φέτος.

Εν τω μεταξύ, το απασχολούμενο προσωπικό εξακολουθεί να μειώνεται, ωστόσο ο ρυθμός των περικοπών στις περισσότερες χώρες επιβραδύνεται. Αρκετές τράπεζες προβλέπουν περαιτέρω απώλειες θέσεων εργασίας στην Αυστρία (53% των τραπεζών), τη Γαλλία (40%) και την Ελβετία (35%), όπου η μείωση του κόστους παραμένει μια βασική ανησυχία. Ωστόσο, στις σκανδιναβικές χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να επικεντρώνονται στην ανάπτυξη, σχεδόν το ήμισυ των ερωτηθέντων προβλέπει ότι θα αυξήσει το προσωπικό. Οι μεγαλύτερες περικοπές εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα στα κεντρικά γραφεία, τη λειτουργία (operations) και την πληροφορική, ενώ οι προσλήψεις γίνονται στη συμμόρφωση και στους τομείς ανάπτυξης όπως το private banking.

Ενώ η πλειοψηφία των τραπεζιτών εκτιμά ότι οι αμοιβές τους θα παραμείνουν σχετικά σταθερές, το 28% προβλέπει αυξήσεις των αμοιβών. Το 25% των ερωτηθέντων προβλέπουν μισθολογικές αυξήσεις της τάξεως του 2% ή περισσότερο το 2014, ποσοστό που υπερβαίνει το τρέχον ποσοστό του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ και το μέσο πληθωρισμό των μισθών στην Ευρώπη (σήμερα 1,5%). Στο άνω άκρο της κλίμακας, το 4% των ερωτηθέντων αναμένει διψήφιες αυξήσεις αποδοχών.

Ελάχιστοι τραπεζίτες αναμένουν μισθολογικές αυξήσεις άνω του 5%, ωστόσο μια σημαντική μειοψηφία αναμένει αυξήσεις της τάξεως του 2% έως 5%. Αυτό αντανακλά εν μέρει τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις της CRD IV. Βάσει του νέου κανονισμού, οι τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξανόμενα σταθερά κόστη εν όψει της καταβολής χαμηλότερων bonus, αυτό όμως δεν εξασφαλίζει ότι θα μειωθούν στην πραγματικότητα τα συνολικά πακέτα αποδοχών. Καθώς θα αρχίσουν να εφαρμόζονται στην αγορά τα νέα συστήματα αμοιβών, δημιουργείται για τα κορυφαία στελέχη η δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης η οποία στην πραγματικότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους μισθοδοσίας.

“Οι προσδοκίες για τις αμοιβές στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια πλησιάζουν τις μισθολογικές αυξήσεις που έχουμε δει στις ΗΠΑ, συνεπώς οι επενδυτικές τράπεζες, ιδιαίτερα προβληματίζονται για την ανάγκη να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο”, καταλήγει ο Steven Lewis.