Άνοιξε κι εσύ μια καφετέρια… Μπορείς !

ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ

Στα χρόνια, που δεν υπήρχε το Google ή η Wikipedia, όποιος ήθελε να γνωρίσει έναν τόπο, τις περισσότερες φορές θα επισκεπτόταν το καφενείο του. Χώρος ανταλλαγής πληροφοριών και αξιών, ήταν ανέκαθεν ο σύνδεσμος του χωριού, της περιοχής, της κοινότητας με τον έξω κόσμο. Από την οθωμανική αυτοκρατορία, τα καφενεία των αστικών κέντρων, όπου σύχναζαν Τούρκοι, Αρμένηδες, Αρβανίτες, Βλάχοι και Έλληνες, αποτελούσαν ένα μικρόκοσμο, ένα χώρο, που η πολιτική, ο πολιτισμός, αλλά και η οικονομία έβρισκαν έκφραση.
Πολλοί ήταν οι Έλληνες, άλλωστε, που με τη χρόνια παράδοσή τους στα μυστικά του καφέ, προσπάθησαν να μεταλαμπαδεύσουν τη φιλοσοφία του καφενείου και σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού. Το Φλοριάν στην πλατεία Αγίου Μάρκου στη Βενετία, το Καφέ Γκρεκ στη Βιέννη, το Καφέ Γκρέκο στη Ρώμη, αποτελούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ως κατεξοχήν κέντρα κοινωνικής ζωής, πολιτικών διεργασιών και πολιτισμικών ζυμώσεων, μέχρι και σήμερα τα καφέ φαίνεται πως όχι μόνο διατηρούν, αλλά αυξάνουν την αίγλη τους, προσφέροντας, όμως, ταυτόχρονα και μια επισφαλή και χαμηλού κόστους επιχειρηματικότητα, ειδικά σε ανέργους.

ΤΑ ΚΑΦΕ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 

Στην Ελλάδα της ύφεσης, το άνοιγμα όλο και περισσότερων καφέ και επιχειρήσεων εστίασης συνδέεται με τα ποσοστά της ανεργίας. Τα στοιχεία από τα επιμελητήρια της χώρας έρχονται να βεβαιώσουν αυτό, που ο απλός παρατηρητής επισημαίνει, κάνοντας μια βόλτα, τόσο στην Αθήνα, όσο και σε άλλες ελληνικές πόλεις.

Πάνω από 3.000 επιχειρήσεις καφέ ιδρύθηκαν τα τελευταία 3 χρόνια, με τις 500 από αυτές να εδρεύουν στην περιφέρεια της Αττικής !. Η Ελλάδα φαίνεται να μετατρέπεται σταδιακά σε χώρα καφενείου (και καφενόβιων ;), την ώρα, μάλιστα, που παραδοσιακές εμπορικές επιχειρήσεις, π.χ. ένδυσης και υπόδησης, κλείνουν η μια μετά την άλλη.

ΤΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Από τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), που τηρεί η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας, προκύπτει πως, από το 2012 έως το 2014, οι επιχειρήσεις εστίασης και ειδικότερα τα “καφεζαχαροπλαστεία με σερβίρισμα”, βρίσκονται σταθερά στην κορυφή των ενάρξεων επιχειρήσεων.

Το πρώτο τρίμηνο του 2012, όπου η κρίση είχε πλέον θεμελιωθεί στη χώρα,  οι επιχειρήσεις εστίασης και ειδικότερα τα καφενεία, που άνοιξαν στην ελληνική επικράτεια, έφτασαν τις 1.102. Το 2013, ο αριθμός ανήλθε στις 1.053 και το 2014 έχει φτάσει στις 943. Αλλά και στοχευμένα, στην περιοχή της Αττικής, τα ποσοστά αποδεικνύονται εξίσου θεαματικά. Οι νέες εγγραφές στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών ήταν 179 το πρώτο τρίμηνο του 2014,  23 λιγότερες από αυτές του 2013, αυξημένες όμως σε σχέση με τις 168 του 2012.

Την έκρηξη των επιχειρήσεων επιβεβαιώνουν εξίσου και τα στοιχεία των αδειοδοτήσεων, που παρουσίασε στο news.gr ο αντιδήμαρχος Εμπορίου και Ανάπτυξης του Δήμου Αθηναίων, Γιώργος Αναγνωστόπουλος. Σύμφωνα με αυτά, η αύξηση πλησίασε το 50%, ενώ μέσα σε ένα χρόνο, το 2013, εκτινάχθηκαν στις 168. Ήδη δε, το πρώτο τρίμηνο του 2014, η Αττική υποδέχεται 22 τέτοιες νέες επιχειρήσεις. Και να σκεφτεί κανείς πως οι αριθμοί μπορεί να είναι ενδεικτικοί της όλης κατάστασης. Σύμφωνα με τον κ. Αναγνωστόπουλο, τα στοιχεία δεν είναι απαραίτητα αντιπροσωπευτικά, μιας και πολλά είναι τα καφέ, τα οποία λειτουργούν χωρίς άδεια, κυρίως λόγω της ελληνικής γραφειοκρατίας. "Όσο εναπόκειται στη δική μας αρμοδιότητα, προσπαθούμε οι άδειες να χορηγούνται το συντομότερο δυνατό, εφόσον αντιλαμβανόμαστε πως ο καταστηματάρχης επιθυμεί να αρχίσει να δουλεύει σύντομα. Στις περιπτώσεις, όμως, που η αδειοδότηση απαιτεί χαρτιά από υπουργείο, μπορεί να καθυστερήσει από δύο έως και τρεις μήνες. Είναι ένα πρόβλημα, τη λύση του οποίου πρέπει να επιληφθεί ο νομοθέτης, για να μπορεί το προϊόν, που παρέχεται, να είναι ελεγμένο και να διασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο και η προστασία του καταναλωτή", επισημαίνει ο αντιδήμαρχος. Συμπληρώνει δε πως η κατάργηση της δημοτικής αστυνομίας συντελεί στο μη εντοπισμό των παράνομων καφέ, εφόσον το προσωπικό της υγειονομικής υπηρεσίας και της αστυνομίας δεν επαρκεί για την πραγματοποίηση ελέγχων σε ολόκληρη την περιφέρεια.

Βέβαια η ανειδίκευτη αυτή επιχειρηματικότητα, αντιλαμβανόμενη ως λύση ευκόλως υλοποιήσιμη και σχετικά αποδοτική, στην πραγματικότητα αποδεικνύεται αρκετά επισφαλής. 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΛΟΥΚΕΤΑ 

Παρατηρώντας τις διαγραφές των επιχειρήσεων από το 2012, διαπιστώνουμε πως οι ιδιοκτήτες πολύ συχνά εναλλάσσονται ή αντικαθίστανται από άλλους, που ανοίγουν μερικά τετράγωνα παρακάτω. Οι λήξεις, δηλαδή οι επιχειρήσεις που έκλεισαν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, φαίνεται να διπλασιάστηκαν το 2014, σε σχέση τόσο με εκείνες του 2013, όσο και του 2012. Για την περιοχή της Αθήνας, όμως, η εικόνα διαφοροποιείται, μιας και ο αριθμός των λήξεων των προηγούμενων ετών παρουσιάζεται αρκετά μεγαλύτερος από τις μόνο 52, που σημειώνονται το πρώτο τρίμηνο του 2014. Στην πρωτεύουσα, τα καφενεία, που έκλεισαν το Ά τρίμηνο του 2012, ήταν 192, ενώ το αντίστοιχο του 2013 μειώθηκαν στα 106. Σύμφωνα με το Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, αυτή η σταθερότητα στην πτώση αποτελεί και το αισιόδοξο μήνυμα της εν λόγω επιχειρηματικότητας.

ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 

Ποια είναι, όμως, τα κίνητρα αυτής της νέας ανθρωπογεωγραφίας της επιχειρηματικότητας; Η έκρηξη των ιδρύσεων νέων επιχειρήσεων στο χώρο της εστίασης, και ειδικότερα των καφέ τα τελευταία τρία χρόνια, αποδίδεται στη διέξοδο, που αναζητούν οι άνεργοι, προκειμένου να απασχοληθούν ξανά. 

Δεν είναι, όμως, μόνο η ανεργία, που ώθησε πολλούς να στραφούν στη συγκεκριμένη επιχειρηματικότητα. Το χαμηλό κόστος σύστασής της, εφόσον τόσο η ενοικίαση του χώρου, όσο και ο εξοπλισμός κοστίζει πλέον λιγότερο, είναι ένας εξίσου καθοριστικός παράγοντας. "Λίγο αν ψάξεις στην αγορά, θα βρεις εξοπλισμό, που μεταπωλείται σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή - τις περισσότερες φορές δεν ξεπερνάει τα 2.000 με 3.000 ευρώ -, κυρίως λόγω των πολλών επιχειρήσεων, που έκλεισαν τα πρώτα χρόνια της ύφεσης", αναφέρει χαρακτηριστικά ο κύριος Χατζηθεοδοσίου.

Βέβαια, δεν είναι μόνο τα καφέ, που παρουσιάζουν εντυπωσιακή άνοδο σε σχέση με την υπόλοιπη επιχειρηματική δραστηριότητα της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του δήμου Αθηναίων, ο συνολικός κλάδος της εστίασης, καφέ, σνακ - μπαρ, και εστιατόρια παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Το 2012 είχαν εκδοθεί άδειες για 560 επιχειρήσεις εστίασης, ενώ το 2013 ο αριθμός εκτινάχθηκε στα  834, με τα καφέ και τις μεικτές επιχειρήσεις να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη άνοδο. Όσο για το πρώτο τρίμηνο του 2014, οι αδειοδοτήσεις στο σύνολο των επιχειρήσεων αυτών ανέρχονται ήδη στις 171. 

Πως συντηρούνται, όμως, τα εν λόγω καταστήματα σε μια χώρα, που οι κάτοικοί της αδυνατούν να καλύψουν βασικές ανάγκες επιβίωσης ; Η χρόνια παράδοση, το χαμηλό κόστος του προσφερόμενου προϊόντος, αλλά και η ίδια η κρίση, είναι που γεννά αυτού του είδους τις επιχειρήσεις, όπως τουλάχιστον υποδεικνύουν οι επιχειρηματίες του χώρου.

ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

"Το αξιοσημείωτο στις μέρες μας είναι ότι δεν έχει μειωθεί τόσο η επισκεψιμότητα - ο κόσμος δηλαδή που έρχεται στο μαγαζί αριθμητικά είναι σχεδόν ο ίδιος. Αυτό, που έχει μειωθεί, είναι η κατανάλωση σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. Αυτό υποδεικνύει, παράλληλα με τη μείωση του εισοδήματος του Έλληνα, και την ανάγκη του για διασκέδαση", αναφέρει στο news.gr ο Γιάννης Πατούρας, που διατηρεί επιτυχημένο καφέ μπαρ εδώ και δέκα περίπου χρόνια στα βόρεια προάστια της Αττικής. Από την άλλη, την ίδια στιγμή που ο ανταγωνισμός αυξάνει, τα λειτουργικά έξοδα παραμένουν στα ίδια, υψηλά όμως για την εποχή, επίπεδα. Αυτοί οι δύο παράγοντες αποτελούν και τις αιτίες, που αναπτύσσουν αλλά και αναδιαμορφώνουν σε τόσο έντονο βαθμό τη συγκεκριμένη επιχειρηματικότητα. "Και το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ο κάθε ιδιοκτήτης να προσπαθεί να περικόψει από όπου μπορεί για να συντηρήσει την επιχείρησή του. Αναλογιστείτε, άλλωστε, πως - εκτός από τα γνωστά λειτουργικά έξοδα - υπάρχουν και άλλα, που δεν γνωρίζει ο κόσμος, ο οποίος απλά επισκέπτεται ένα καφέ. Συνυπολογίζοντας όλα τα προηγούμενα, ο κάθε ιδιοκτήτης, για να επιβιώσει, είτε δουλεύει περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, είτε επενδύει σε χαμηλότερου κόστους προϊόντα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των αλκοολούχων ποτών, προωθούνται πλέον περισσότερο οι μπύρες και το τσίπουρο, που κοστίζουν συγκριτικά λιγότερο, από ό,τι τα κοκτέιλ, που ήταν της μόδας άλλοτε". Δεν είναι βέβαια η προώθηση χαμηλότερου κόστους προϊόντων η μόνη λύση για να μειωθούν τα λειτουργικά έξοδα. Η υποβάθμιση της ποιότητας αποτελεί μια άλλη εναλλακτική λύση,  γεγονός που φαντάζει ανησυχητικό.

Ο Γιάννης Κέδες, από την άλλη, χρόνια απασχολούμενος στο χώρο της εστίασης, μπάρμαν με διακρίσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αποφάσισε να ανοίξει φέτος το δικό του καφέ μπαρ στο κέντρο της συμπρωτεύουσας. Ο κ. Κέδες επιβεβαιώνει με τη σειρά του τη στροφή των ανέργων στην εύκολη επιχειρηματικότητα του καφέ. Το δεύτερο, όμως, που παρατηρεί, είναι πως "η απειρία τους στο χώρο και η έλλειψη επαγγελματισμού συμβάλλει στο να κλείνουν το ίδιο και ίσως και πιο εύκολα από ό,τι άνοιξαν".  

Βέβαια, στις μέρες μας η γνώση του αντικειμένου αλλά και το επιχειρηματικό πλάνο δεν είναι πάντα αρκετά. Οι τιμές πλέον διαρκώς μειώνονται. "Ο επιχειρηματίας αναγκάζεται να ρίξει τις τιμές και μάλιστα, την ώρα που στα λειτουργικά του έξοδα παρατηρούνται αυξήσεις. Από εκεί, που πριν από μερικά χρόνια ο καφές χρεωνόταν 4 αλλά και σε μερικές περιπτώσεις 5 ευρώ, τώρα έχει πέσει στα 2,5, ενώ το κόστος της αγοράς του και τα λοιπά λειτουργικά έξοδα διατηρούνται σταθερά και οι φόροι παρουσιάζονται αυξημένοι. Λογικό επόμενο, τα περιθώρια κέρδους να συρρικνώνονται αρκετά».

Σε μια χώρα... καφε-παράδοτη, λοιπόν, με συρρικνωμένες τις οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων της, η έκρηξη των επιχειρήσεων αποδεικνύεται και ως μια από τις βασικές αιτίες της αποτυχίας τους. Τόσο ο κ. Χατζηθεοδοσίου, όσο και ο κ. Αναγνωστόπουλος, ομολογούν τέτοιες επιχειρήσεις κλείνουν σε μικρό χρονικό διάστημα μιας και ο αριθμός τους είναι δυσανάλογος με αυτόν, που δύναται να απορροφήσει η αγορά. "Τις περισσότερες φορές, σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο υπάρχουν περισσότερα από δύο καταστήματα τέτοιου είδους. Αναλογιζόμενοι τα συρρικνωμένα οικονομικά των Ελλήνων, είναι ανέφικτη η επιβίωσή τους", μας λέει ο κος Αναγνωστόπουλος, ενώ ο κ. Χατζηθεοδοσίου συμφωνεί πως "το προϊόν δεν μπορεί να καταστεί ανταγωνιστικό, λόγω ακριβώς του πλήθους των επιχειρήσεων".

Αναρίθμητα καφέ, με χαμηλά κοστολογημένο προϊόν, σε μια αγορά, που αδυνατεί να το απορροφήσει, εξισώνουν το άνοιγμα μιας επιχείρησης καφέ στις μέρες μας με την παροιμία, που θέλει το "μη χείρον βέλτιστον". Ας ελπίσουμε πως η ίδια η παράδοση του καφενείου θα καταφέρει η εν λόγω επιχειρηματικότητα να μην πληγεί όσο άλλες. Πόσο γυμνή θα φάνταζε, άλλωστε, μια πλατεία χωρίς τραπεζάκια και, κυρίως, χωρίς τους ανθρώπους που τα γεμίζουν…