Η πτώχευση είναι η κατάσταση στην οποία επέρχεται ο έμπορος, και κατά την οποία παύουν οι πληρωμές αυτού. Για να κηρυχθεί σε αυτήν την κατάσταση κάποιο πρόσωπο, είτε νομικό είτε φυσικό απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ασκεί κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορική δραστηριότητα.
Τα πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν εμπορική δραστηριότητα δεν μπορούν να επέλθουν σε κατάσταση πτωχεύσεως.
Πράξεις που προσδίδουν εμπορική ιδιότητα, μπορούν, για παράδειγμα, να είναι η ανάληψη της υποχρέωσης ανεγέρσεως οικοδομών από κάποιο αρχιτέκτονα ή μηχανικό, διότι πρόκειται για πράξεις που γίνονται κατά σύνηθες επάγγελμα.
Για την κήρυξη ενός προσώπου σε κατάσταση πτωχεύσεως απαιτείται η έκδοση Δικαστικής Αποφάσεως από το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του πτωχεύσαντος.
Η δικαστική απόφαση μπορεί να εκδοθεί είτε ύστερα από αίτηση κάποιου δανειστή του πτωχεύσαντος ή με αίτηση του ίδιου του εμπόρου ή και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες της πτώχευσης;
Συνέπεια της κήρυξης ενός φυσικού ή νομικού προσώπου σε κατάσταση πτώχευσης είναι ότι παύουν εναντίον αυτού ατομικές διώξεις (όπως η αναγκαστική εκτέλεση, εκδίκαση αναγνωριστικών και καταψηφιστικών αγωγών, όπως η αγωγή διάρρηξης μία εμπράγματης δικαιοπραξίας και η σχετική εκτέλεση των αποφάσεων).
Σε περίπτωση που κάποιος εκδώσει διαταγή πληρωμής εναντίον κάποιου που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, αυτή η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη και η ακύρωση αυτής της Διαταγής Πληρωμής επέρχεται με άσκηση ανακοπής κατά αυτής, ενώπιον του Αρμοδίου Δικαστηρίου.
Φυσικά, εάν κάποιος δανειστής έχει καταθέσει αίτηση για έκδοση Διαταγής Πληρωμής κατά του εμπόρου που έχει καταθέσει αίτηση για κήρυξη σε πτώχευση, αλλά πριν την έκδοση της πτωχευτικής απόφασης, η Διαταγή Πληρωμής δεν είναι άκυρη, αλλά κοινοποιείται, στον σύνδικο της πτώχευσης, μόνο προς γνώση του και όχι για επιταγή προς εκτέλεση.
Ο έμπορος που κηρύχθηκε σε πτώχευση, εκπροσωπείται από τον σύνδικο της πτώχευσης, ο οποίος ορίζεται από το Δικαστήριο και εκπροσωπεί τον πτωχεύσαντα σε όλες τις εκκρεμείς εναντίον του δίκες.
Η κήρυξη της πτώχευσης έχει επίσης ως συνέπεια, ο έμπορος να μην δύναται πλέον, να διαχειρισθεί την περιουσία του. Την διαχείριση της περιουσίας του, την αναλαμβάνει ο σύνδικος της πτώχευσης, ο οποίος μεριμνά για την ικανοποίηση των δανειστών από αυτήν.
Οι δανειστές οφείλουν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κοινοποιώντας την αναγγελία τόσο ενώπιον του συνδίκου όσο και στη γραμματεία του αρμοδίου Πρωτοδικείου. Οι δανειστές ζητούν να ικανοποιηθούν από την πτωχευτική περιουσία και προσκομίζουν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση τους ενώπιον της γραμματείας του αρμοδίου Πρωτοδικείου.
Η ικανοποίηση των δανειστών από την πτωχευτική περιουσία είναι κατά κανόνα σύμμετρος. Ωστόσο, εάν κάποιος δανειστής έχει προνόμιο σε κάποιο περιουσιακό στοιχείο, τότε, ικανοποιείται προνομιακά από πλειστηριασμό αυτού του ακινήτου.
Μία άλλη συνέπεια της πτώχευσης που ενδεχομένως πολλοί δεν γνωρίζουν είναι ότι οι απαιτήσεις που υπάρχουν κατά του πτωχεύσαντος, οι οποίες δεν έχουν ένα προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν τόκους, και οι μη ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά του πτωχού θεωρούνται ότι έχουν παύσει.
Το προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια που έχουν οι δανειστές του πτωχεύσαντος, τους δίνουν το δικαίωμα να ικανοποιούνται αποκλειστικώς από τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος.