Πέτρος Οικονομίδης: Στην Ελλάδα πρέπει να φτιάξουμε ήρωες και βιτρίνα!

Συνέντευξη: Γιώργος Λαμπίρης - Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος

"Δεν υπάρχει δεν γίνεται, υπάρχει ΓΙΝΕΤΑΙ". Ξεκινώντας με αυτό, όλα είναι πιθανά και μπορούν να συμβούν, λέει ο Πέτρος Οικονομίδης ή απλά Peter για όσους τον γνωρίζουν.

Έλληνας της Νοτίου Αφρικής, μποέμ, λάτρης της καλής ζωής, πολίτης του κόσμου. Μία ομιλία του στη Θεσσαλονίκη για το πώς θα διαφημίσουμε την Ελλάδα στο εξωτερικό, υπό τον τίτλο 'Rebranding Greece' του προσέφερε παγκόσμια αναγνώριση και πολλούς χιλιάδες θεατές, οι οποίοι μπήκαν στο youtube για να τον ακούσουν.  

Ασχολείται με τη συμβουλευτική επιχειρήσεων ως Brand Strategist, έχοντας θητεύσει στο πλευρό του Στιβ Τζομπς ως μέλος της ομάδας που έφερε στο φως την καμπάνια "Think Different" της Apple. Μεταξύ άλλων, στο πλούσιο βιογραφικό του θα βρει κανείς τα ονόματα: Coca Cola, Audi, TBWA, McCann Erickson Volkswagen, Heineken, Pepsi-Cola, International Olympic Committee, Seychelles Tourism, Antenna, Sigma, Τράπεζα Κύπρου είναι μερικά από τα ονόματα μεγάλων εταιρειών που συναντά κανείς στο βιογραφικό του.

Νομάς, όπως ο ίδιος παραδέχεται για τον εαυτό του, ξεκίνησε από τη Νότια Αφρική, μετοίκησε στο Χονγκ Κονγκ, στο Μεξικό, στην Αμερική και γύρισε στην Ελλάδα για να μείνει. Κάτι που συνέβη αφού η Ελλάδα αποτελεί τη βάση του τα τελευταία 16 χρόνια. 

Περιγράφει τη διττή φύση του Έλληνα. Από τη μία το κόμπλεξ κατωτερότητας που περιστρέφεται γύρω από τη φράση "δεν γίνεται ρε μ......κα" και από την άλλη το συναίσθημα που υπαγορεύει ότι "εγώ τα ξέρω όλα και είμαι ο καλύτερος" και επομένως δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα περισσότερο. 

Αλλά και πολλά ακόμα, τα οποία μπορείτε να διαβάσετε στη συνέντευξη που ακολουθεί...

Παρά το γεγονός  ότι γεννηθήκατε στη Νότιο Αφρική, επιλέξατε να ζείτε στην Ελλάδα. Και χρησιμοποιώ το ρήμα επιλέξατε, γιατί έχει τη δική του σημασία, έτσι δεν είναι;

Εγώ έφυγα από τη Νότιο Αφρική για επαγγελματικούς λόγους και πήγα στο Χονγκ Κονγκ. Έζησα εκεί για δύο χρόνια.

Μία ημέρα με παίρνει τηλέφωνο ένας Αμερικάνος και με ρωτάει: ‘Έλληνας δεν είστε; Γνωρίζετε ελληνικά;’

‘Ναι και βέβαια’, του απάντησα, λέγοντας ψέματα φυσικά.

Έτσι, φτάνει η στιγμή που μετακομίζω στην Ελλάδα, ως διευθυντής της Mc Cann Erickson, μίας από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρείες στον κόσμο. Ωστόσο δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά. Έμαθα ερχόμενος εδώ.

Έμεινα για έξι χρόνια στην Ελλάδα και τη λάτρεψα. Πέρασα φανταστικά.

Φεύγοντας από εδώ πήγα στο Μεξικό και από εκεί στη Νέα Υόρκη. Έφτασα αρκετά ψηλά στις μεγάλες διαφημιστικές με τελευταία συνεργασία μου αυτή με την TBWA.

Έφτασε όμως η στιγμή που είπα στον εαυτό μου: ‘Φτάνει πια η Νέα Υόρκη. Θέλω να ζήσω εκεί που μου αρέσει. Κι έτσι ήρθα στην Ελλάδα. Ήταν μία απόφαση που πήρα πολύ εύκολα. Κι έτσι γύρισα το 1999 για τα καλά.

Πολλοί μάλιστα με ρωτούν πότε γύρισα. Κι αυτό που τους απαντάω είναι: ‘έχω δύο – τρία χρόνια’. Έτσι ακριβώς νιώθω. Σαν να μην έχουν περάσει 16 χρόνια, αλλά πολύ λιγότερα...

Έτσι, ήρθα σε μια Ελλάδα που εξέπεμπε τεράστια ενέργεια, καθώς προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς του 2004. Και για να είμαι ειλικρινής, το να ζει κάποιος σε τέτοιο περιβάλλον σε μία πόλη όπως αυτή, που έχει και θάλασσα, αλλά και αυτό το πνεύμα, το ελληνικό, μία ελαφρότητα που δεν περιγράφεται εύκολα, είναι μοναδικό.

Αν σκεφτόμουν σε ποια πόλη θα ήθελα να δουλέψω, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι πολύ δύσκολα θα έλεγα ότι φεύγω από την Αθήνα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση.

Η οικογένειά σας, παρά το γεγονός ότι προέρχεστε από Έλληνες γονείς, ζούσε στη Νότια Αφρική….

Θα σας πω λίγα πράγματα γι’ αυτό. Η γιαγιά μου ήταν από την Ίμβρο. Μετανάστευσε σε ηλικία 18 ετών – το 1922 – στην Αφρική. Όχι Νέα Υόρκη, ούτε Λονδίνο, και χωρίς να υπάρχει διαδίκτυο να τσεκάρει κανείς πώς είναι εκεί τα πράγματα.

Ο παππούς μου έφτιαξε ένα delicatessen και του έδωσε το όνομα, Australian Cash Store. Ποτέ δεν έμαθα γιατί το ονόμασε έτσι και γιατί δεν χρησιμοποίησε την Ελλάδα στην ονομασία του καταστήματος.

Οι γονείς μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκεί, το ίδιο κι εγώ. Δεν μιλήσαμε ποτέ όμως ελληνικά. Μόνο η γιαγιά μου τα μιλούσε. Ωστόσο δεν είχα ποτέ το νόστο για την πατρίδα. Το μόνο ‘περίεργο’ και ελληνικό που είχα, ήταν το όνομά μου: Πέτρος – Αχιλλέας Οικονομίδης.  Μεγάλωσα σαν Νοτιοαφρικανός με περίεργο όνομα.

Είχατε καλή ζωή; Άνετη;

Φανταστική! Φανταστική!

Όχι μόνο λόγω χώρας, που είναι απίστευτα όμορφη, αλλά κυρίως γιατί μεγάλωσα σε μία απίστευτη οικογένεια. Θυμάμαι κάθε Κυριακή στο σπίτι της γιαγιάς μου, όπου μαζευόμαστε όλοι. Εκεί έμαθα τι σημαίνει να είσαι Έλληνας. Και κλάμα και γέλιο και φωνές, σε μια τεράστια κουζίνα. Όλο αυτό το πνεύμα ήταν μοναδικό, αλλά δεν το καταλάβαινα τότε. Απλά υπήρχε μέσα μου.

Έχετε συγγενείς στην Ελλάδα; Κάτι να σας κρατάει;

Έχω, αλλά δεν διατηρώ επαφές. Αυτό που με κρατάει περισσότερο είναι το γεγονός ότι πριν από μερικά χρόνια έδωσα την ομιλία με τίτλο “Rebranding Greece”, γεγονός που με έκανε διάσημο. Χωρίς να το καταλαβαίνω βρέθηκα σε ένα κύμα, από το οποίο δεν μπορούσα να ξεφύγω. Ήταν 11/11 του 2011. Σημαδιακό ίσως.

Αμέσως μετά την ομιλία, ανοίγω το youtube και βλέπω 70.000 views μέσα σε λίγες ώρες!

Με έπαιρναν τηλέφωνο από τη Huffinghton Post και από άλλα μέσα ενημέρωσης της Αμερικής. Από τη μία στιγμή στην άλλη με ονόμασαν ως έναν από τους πιο δέκα πιο σημαντικούς Έλληνες του κόσμου. Περιττό να σας πω ότι η μαμά μου τρελαίνεται όταν τα μαθαίνει. Από περηφάνια.

Εκεί καταλαβαίνω ότι δεν ήταν απόφασή μου να μείνω ή να φύγω από την Ελλάδα. Απλά συνέβη. Ένα βίντεο που μέχρι αυτή τη στιγμή φτάνει και ξεπερνάει τα 600.000 views.

Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των social media στην επαγγελματική αλλά και προσωπική μας ζωή;

Απίστευτα σημαντικός! Μας έχουν δώσει φωνή. Ο καθένας έχει φωνή. Όταν θέλω να πω, από τη στιγμή που βρίσκομαι στο διαδίκτυο, έχω θεωρητικά ένα κοινό 2 δισεκατομμυρίων ανά τον κόσμο. Κάποιος θα το δει, θα το δώσει σε κάποιον άλλον και αυτό θα εξαπλωθεί σαν φωτιά.

Είναι σαν το ανέκδοτο, Όταν είναι καλό, το ξαναλές.

Δεν μιλάμε φυσικά για πράγματα που είναι μέτρια. Ποτέ δεν πας στο facebook να γράψεις για ένα γεύμα που απλά ήταν καλό. Θα μιλήσεις για κάτι που ήταν είτε εξαιρετικά καλό, είτε εξαιρετικά άσχημο. Πρέπει να έχεις πάντα κάτι να πεις. Το περιεχόμενο είναι αυτό που μετράει.

Κανείς δεν θα με ακούσει γι’ αυτό που είμαι, αλλά γι’ αυτά που λέω. Κι αν πάψω να λέω ενδιαφέροντα πράγματα δεν θα υπάρχω.

Είναι σαν να έχουμε γυρίσει στο χωριό. Αυτός που έχει ένα κοινό γύρω του στο καφενείο, είναι αυτός που έχει κάτι να πει.

Σαν ένα τεράστιο καφενείο, όπου όλα μεταδίδονται με απίστευτη ταχύτητα από στόμα σε στόμα και κάποιες φορές μπορεί να γίνουν εκκωφαντικά.

Έχεις δει αυτό το βίντεο στο youtube με τίτλο “Charlie bit my finger”; Έχει ξεπεράσει τα 800.000.000 εκατομμύρια views. Ποσοστό που ξεπερνάει το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ένα βίντεο που ανέβασε κάποιος χαζομπαμπάς, ο οποίος τραβάει βίντεο τα δύο παιδιά του!

Πείτε μου λίγο για την Ελλάδα. Προσωπικά μου μοιάζει σαν μία πολύ ωραία γυναίκα ή έναν πολύ ωραίο άνδρα. Που κλείνεται στον εαυτό της, φυλακισμένη σ’ αυτή την ομορφιά και δεν μπορεί να πάει πέρα από αυτό. Είναι κάπως έτσι;

Είναι και κάπως έτσι. Νομίζω όμως ότι παίζει και κάτι άλλο. Θυμάμαι πως όταν γύρισα από τη Νέα Υόρκη στην Ελλάδα, με είχε ρωτήσει ο ταξιτζής από πού είμαι. Όταν του απάντησα ότι γύρισα από τη Νέα Υόρκη και εξηγώντας του τη δουλειά που έκανα εκεί, συνέχισε: ‘Αφού είχες καλή δουλειά στη Νέα Υόρκη γιατί γύρισες εδώ;’.

Στη συνέχεια της συζήτησης, όταν του είπα ότι γεννήθηκα στη Νότια Αφρική, με ρώτησε: ‘Ξέρεις πως ο Μαντέλα είναι Έλληνας;’

‘Όχι. Πώς γίνεται αυτό;’, τον κοίταξα με απορία.

‘Ο πατέρας του λεγόταν Μαντήλας’, απαντάει αμέσως.

Εδώ ακριβώς βλέπουμε το αίσθημα κατωτερότητας του Έλληνα και από την άλλη το ‘δες ποιος είμαι εγώ’, που κουβαλάει. Μία μίξη πραγμάτων, η οποία μας έχει μπερδέψει εντελώς.

Προσπαθήσαμε χρόνια τώρα να αποτινάξουμε το κόμπλεξ κατωτερότητας.

Θυμάμαι όταν παλαιότερα είχα πάει στην Ιταλία, ένας Έλληνας εδώ με είχε ρωτήσει:

‘Φίλε, πας Ευρώπη;’.

‘Όχι ρε φίλε. Πάω δίπλα, Ιταλία. Όχι Ευρώπη’, του απάντησα.

Η προσπάθεια να γίνουμε  Ευρωπαίοι, κάτι που δεν είμαστε, μας απέκοψε από αυτό που είμαστε. Εμείς οι Έλληνες πάμε να κρύψουμε το μικρό κλουβί, στο οποίο βρισκόμαστε.

Ταυτόχρονα αισθανόμαστε σαν Θεοί, που έχουν την Ακρόπολη και τις ωραίες παραλίες.

Άρα, θα έλεγε κανείς ότι είμαστε η Ελλαδίτσα του ’60  στη νοοτροπία, σε συνδυασμό με τα καλά της Ελλάδας του ’60; Μία Ελλάδα του Χατζιδάκι, του Σεφέρη, του Ελύτη, της Κάλας, του Θεοδωράκη, της Μούσχουρη, του Ντέμη Ρούσσου και πάει λέγοντας...

Νομίζω ότι τα χρόνια του ’60 ήταν χρυσά. Μύκονος, Ολυμπιακές Αερογραμμές, Ωνάσης, Θεοδωράκης, Μελίνα, Χατζιδάκις και Ζορμπάς. Και όλοι αυτοί που είπες.

Η νοοτροπία όμως που κυριαρχεί σήμερα, μας βγήκε από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου και μετά. Καταλαβαίναμε τότε ότι δεν είμαστε η χρυσή χώρα του κόσμου και ξαφνικά πέσαμε σε μία άλλη παγίδα που έλεγε ότι δεν είχαμε να δηλώσουμε κάτι στον έξω κόσμο. Γι’ αυτό και στραφήκαμε στον εαυτό μας και ζήσαμε μίζερα, σε ό,τι αφορά στη νοοτροπία.

Μίζεροι μέσα μας και έξω, στο φαίνεσθαι, μεγάλοι.

Ακριβώς. Ταξίδεψε ανά τον κόσμο η εικόνα του τεμπέλη Ζορμπά, μία όμορφη εικόνα. Του ανθρώπου που μας μαθαίνει να χορεύουμε, που έμαθε τον Άντονι Κουίν να χορεύει. Μείναμε όμως σε αυτή την εικόνα.

Βλέπουμε σήμερα να λείπει η πρωτοτυπία, η δημιουργικότητα, η νεανική και πρωτοπόρα επιχειρηματικότητα. Τελικά πού μπορεί να φτάσει ένας Έλληνας; Μέχρι ποιο σημείο φτάνουν τα όρια και οι δυνατότητές του; Δεδομένου ότι είμαστε μία χώρα με προνόμια. Με ξεχωριστά προϊόντα όπως το λάδι, το κρασί, τα τυροκομικά, μοναδικό τοπίο και κλίμα.

Έχω πει και το πιστεύω ότι δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ καλύτερη εποχή για να είναι κανείς Έλληνας, όσο είναι η σημερινή. Τα όρια του Έλληνα φτάνουν πολύ παραπέρα από αυτό που βλέπουμε μπροστά μας. Αυτή τη στιγμή στην Αμερική το ελληνικό γιαούρτι, φτιαγμένο από έναν Τούρκο, πωλείται με το όνομα Chobani. Αυτός λοιπόν έχει κατακτήσει το 40% της αμερικανικής αγοράς γιαουρτιού. Σε κάθε σούπερ μάρκετ του πλανήτη, θα βρει κανείς ένα προϊόν που δηλώνει την προέλευσή του: Greek Yogurt.

Μην ξεχνάτε την περίφημη μεσογειακή διατροφή. Δεν είναι μόνο τρόπος διατροφής, αλλά και το πώς να προσέχει κανείς τον εαυτό του. Ολόκληρη κουλτούρα. Μία κουλτούρα που έχει κατακτήσει τεράστιο έδαφος στην Αμερική. Μιλάμε για ένα από τα μεγαλύτερα trends στο χώρο της διατροφής. Στο φαγητό ήρθε η ώρα μας χωρίς αμφιβολίας.

Ο ιδιοκτήτης της COCOMAT πουλάει ποδήλατα στη Νέα Υόρκη με το ποδήλατο!

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του πολυεκατομμυριούχου, Έλληνα ιδιοκτήτη της COCOMAT. Αυτός έχει ένα μαγαζί στο SOHO και πουλάει ελληνικά στρώματα. Πανάκριβα. Μπαίνει κανείς στο μαγαζί του. και στην κουζίνα που έχει για να κερνάει τους πελάτες. θα δει ελιές, φρούτα, χυμούς, κρασί. Ένα κατεξοχήν ελληνικό μαγαζί.

Αν πάλι θέλει ο πελάτης να δοκιμάσει τα στρώματα, του δίνει κλειδί και ένα δωμάτιο, όπου μπορεί να κοιμηθεί στη διάρκεια της νύχτας. Όταν κάνει delivery έχει ένα καροτσάκι με δύο ποδήλατα μπροστά, αντί για άλογα. Και μ’ αυτό μεταφέρει στρώματα στη Νέα Υόρκη. Κι αυτό είναι απολύτως ελληνικό!

Όπως κάποτε ο παγωτατζής ή ο γαλατάς…

Ναι. Γι’ αυτό όμως τον παραδέχονται όλοι. «Ο τρελός Έλληνας», λένε. Και αυτό είμαστε. Πρέπει να ξαναβρούμε την ελληνικότητά μας και να την εκφράσουμε. Έχω πει και το πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να είναι η δυτική ακτή της Ευρώπης. Μία Καλιφόρνια της Ευρώπης. Γεμάτη δημιουργικότητα και startup επιχειρήσεις;

Παρόλ’ αυτά είμαστε στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα. Τι φταίει;

Πρώτ’ απ’ όλα έλλειψη οράματος. Και γι’ αυτό φταίνε οι πολιτικοί. Είδα την ομιλία του Τσίπρα όταν εξελέγη και ήταν ο πρώτος που φάνηκε να έχει όραμα μετά τον Ανδρέα. Δεν το έχω ξαναδεί από τότε.

Το μεγάλο στοίχημα βέβαια είναι αν μπορεί να πετύχει κάτι.

Πώς κρίνετε επικοινωνιακά την κυβέρνηση Τσίπρα; Βλέπουμε να μετακινούν τα κάγκελα έξω από τη Βουλή. Από την άλλη βλέπουμε μία έντονη παροχολογία, η οποία προκαλεί αντιδράσεις και κριτική.

Η κυβέρνηση είναι εξαιρετική από πλευράς επικοινωνίας. Αν σκεφτεί κανείς την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, αυτός που πάει καλά σήμερα, είναι αυτός που φοβάται πολύ την κυβέρνηση Τσίπρα.

Αυτός που δεν πάει καλά έχει ελπίδα από αυτή την κυβέρνηση. Και μ’ αυτούς μιλάει ο Τσίπρας. Σε αυτούς δίνει ελπίδα. Και πρέπει κάτι να καταφέρει.

Δεν ξέρω αν είδες το εξώφυλλο του Economist. Είναι φανταστικό. Αντίστοιχα θυμάσαι το εξώφυλλο του Focus πριν από μερικά χρόνια; Τότε που μιλούσε για τους απατεώνες της Ευρώπης. Τότε ήταν και πάλι η Αφροδίτη της Μήλου στο εξώφυλλο. Μόνο που τώρα η ίδια Αφροδίτη σημαδεύει με το όπλο την Άγκελα Μέρκελ.

Άρα λοιπόν δεν είμαστε οι καρπαζοεισπράκτορες της Ευρώπης, όπως κάποιοι νομίζουν;

Και βέβαια όχι. Τουλάχιστον δεν είμαστε τώρα. Στο επίκεντρο βρίσκεται η κοινωνική κρίση και όχι η οικονομική. Η κοινωνική αυτή κρίση φτάνει στο σημείο να φέρνει στην επιφάνεια το πώς αισθάνομαι εγώ για τον εαυτό μου. Όταν σκέφτομαι ότι ‘εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι’.

Είναι φοβερό επίτευγμα να έχει κανείς αυτό το εξώφυλλο. Το ερώτημα είναι όμως: θα το καταφέρει;

Πιστεύετε ότι θα κερδίσει το στοίχημα;

Ελπίζω ότι θα τα καταφέρει. Ίσως όχι αυτά που λέει ακριβώς, αλλά σίγουρα κάτι από αυτά που λέει. Γιατί νομίζω πως η Ευρώπη πρέπει να δώσει σημασία στην Ελλάδα. Οι πολιτικοί έκαναν στροφή και έγιναν τεχνοκράτες και οικονομολόγοι, ξεχνώντας το ανθρώπινο στοιχείο. Ωστόσο κάποιοι παρακολουθούν με πολλή προσοχή τον Τσίπρα. Καταρχάς οι Podemos στην Ισπανία, οι Ιταλοί, αλλά και οι Γερμανοί από άλλη σκοπιά.

Ασχολείστε με τη συμβουλευτική επιχειρήσεων. Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει επιτυχημένη μία επικοινωνιακή καμπάνια; Είναι τελικά ο άνθρωπος το επίκεντρο;

Πάντα. Παλιά το branding ήταν ένας τρόπος να πάρω το προϊόν μου και να το συσκευάσω με συναισθήματα  και άλλα στοιχεία που θα του έδιναν προστιθέμενη αξία. Όπως είναι σήμερα τα μέσα όμως, ο ρόλος του branding είναι να δημιουργεί κουλτούρα.

Οι πιο επιτυχημένες εταιρείες, έχουν κουλτούρα. Όπως για παράδειγμα η Apple. To ξέρω γιατί ήμουν μέλος της ομάδα που είχε αναλάβει την περίφημη καμπάνια της Apple το 1997. Το περίφημο ‘Think Diffent’.

H Apple δεν πουλάει κομπιούτερ. Πουλάει άποψη. Μας δείχνει τον τρόπο να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Η NIKE δεν πουλάει παπούτσια. Πουλάει το ‘Just do it’.’ Κάντο!’

Η Starbucks από την πλευρά της δεν πουλάει καφέ. Πουλάει κοινωνία. Είναι ένα μέρος όπου κάποιος μπορεί να πάει και να αισθάνεται οικεία. Είναι το περιβάλλον που μετράει και όχι τόσο ο καφές.

Το branding ξεκινάει από μέσα μας.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι να φτιάξουμε την εικόνα της Ελλάδας, αλλά το πώς αισθανόμαστε εμείς για την Ελλάδα.

Αναφερθήκατε στη NIKE. Μας λείπει στην Ελλάδα αυτό το ‘κάντο!’; Το ‘Just do it’;

Όταν λέμε πριν δοκιμάσουμε να κάνουμε κάτι, ‘δεν γίνεται’, τότε έχουμε αποτύχει. Μου λένε πολλοί ότι  είμαι πολύ αισιόδοξος. Και είναι γεγονός. Όταν είμαι αισιόδοξος έχω μία ευκαιρία να καταφέρω κάτι.

Αν πάλι σκέφτομαι ότι ‘δεν γίνεται τίποτα’, τίποτα δεν θα γίνει.

Σίγουρα πρέπει να έχουμε μία βάση, αλλά αν δεν πιστεύουμε στον εαυτό μας δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Απολύτως τίποτα.

Ο Έλληνας σήμερα δεν πιστεύει στον εαυτό του. Είναι αδιανόητο να νομίζουμε ότι θα έρθει ‘κάποιος’ να μας τα φτιάξει. Αυτός ο ‘κάποιος’ είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Κανένας άλλος.

Και αυτό που έχω να σου πω είναι ότι οι πιτσιρικάδες κάνουν πράγματα σήμερα. Δεν λείπει η δημιουργικότητα. Το βλέπω.

Είχα βρεθεί πρόσφατα στο Λονδίνο, πηγαίνοντας να επισκεφθώ έναν παιδικό μου φίλο. Την ώρα λοιπόν που ήμαστε στο μετρό, τον προσφωνώ με την αγαπημένη ελληνική λέξη μ…..α. Ταυτόχρονα γυρίζει ένας Άγγλος και μας κοιτάζει, ενώ παρατηρεί: ‘OhYou’re Greeks!’ Τελικά τι είναι ο ΈλληναςΑυτός ο μ…. που όλοι οι ξένοι γνωρίζουν ως λέξη; Είναι τελικά αυτή η λέξη brandname;

Μιλώντας παλαιότερα σε ημερίδα της Google, είχα πει ότι η δημοφιλέστερη ελληνική λέξη είναι ακριβώς η λέξη μ…..ας. Αμέσως μετά κολλάμε σε αυτήν ένα ‘δεν γίνεται’. Όλο αυτό μαζί μας κάνει το ‘δεν γίνεται ρε μ……α’.

Νομίζω πως ο ξένος μας χαρακτηρίζει ως τεμπέληδες και καλοπερασάκηδες. Κατά βάθος όμως υπάρχει κάτι άλλο πίσω από τη λέξη αυτή. Είναι μια μαγκιά. Είμαστε ξύπνιοι!

Θα μπορούσαμε ίσως να εκμεταλλευθούμε αυτό το ‘μ……α’, υπέρ μας;

Ωραία ερώτηση. Φοβάμαι ότι αυτό θα μας δαγκώσει τελικά. Αυτό που κρύβεται πίσω από τη λέξη αυτή ίσως να είναι εκμεταλλεύσιμο. Αν κοιτάξει κανείς τα πράγματα σε επίπεδο τεχνογνωσίας, είναι σίγουρο ότι δεν θα αγόραζε ποτέ αυτοκίνητο με ελληνικό brandname. Θα αγόραζε σίγουρα όμως με γερμανικό γιατί είναι καλύτερο. Όπως δεν θα πήγαινε ποτέ κανείς σε έναν Γερμανό να τον μάθει να χορεύει ή να μαγειρεύει. Ο Έλληνας γνωρίζει σίγουρα καλύτερα.

Η τεχνογνωσία των Ελλήνων περιστρέφεται  γύρω από τη ζωή. Αν λοιπόν μπορούμε τη λέξη ‘μ…..ας’ να την εντάξουμε σε μία τέτοια κουλτούρα, φτιαγμένη γύρω από τη ζωή, τότε μπορεί να πετύχουμε.

Αν δηλαδή κάποιος φτιάξει ένα μαγαζί στο εξωτερικό και το ονομάσει “Μ…..ας Place”, πιστεύετε ότι θα πάει καλά;

Θα πάει σφαίρα. Υπήρχε ένα μαγαζί στη Νέα Υόρκη, στο SOHO συγκεκριμένα, που το έλεγαν ‘Yellow Rat Bastard’. Πουλάει ρούχα. Αυτό το είχε ένας Κινέζος και πήγαινε απίστευτα καλά.

Αυτό πρέπει να κάνουμε. Να είμαστε αυτό που είμαστε. Αυτό κάνει και ο Ευμορφίδης με το δικό του τρόπο. Και γιατί άλλωστε να είναι κανείς τόσο ανόητος ώστε να κάνει delivery στρωμάτων με το ποδήλατο στη Νέα Υόρκη;

Γιατί τελικά κολλάμε στην Ελλάδα της θάλασσας, του ήλιου και του καλού κρασιού; Μήπως πρέπει να ξεφύγουμε από αυτή την εικόνα; Τουλάχιστον να ξεφύγουμε αποκλειστικά από αυτήν…

Αυτό που κάνουμε, είναι μόνο να πουλάμε την Ελλάδα και όχι να την προωθούμε. Κι αυτό που πουλάει εύκολα είναι ακριβώς αυτό. Μία εικόνα της Ελλάδας με θάλασσα, παραλίες, καλοπέραση, ταβέρνες, κρασί. Είναι πολύ εύκολο να πουλήσει και γι’ αυτό το κάνουμε.

Ο τουρισμός μας όμως δεν είναι μόνο αυτό. Και βέβαια δεν είναι κακό όλο αυτό το πακέτο. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά που πρέπει να σπρώξουμε. Αλλά η άλλη πλευρά θέλει δουλειά και ανάπτυξη. Πιο εύκολα πουλάμε λάδι στους Ιταλούς με δύο ευρώ το κιλό, αντί να φτιάξουμε εμείς μία εξαιρετική συσκευασία και να πάμε να την πουλήσουμε στους ξένους με 40 ευρώ το μπουκάλι.

Κοιτάζουμε πάντα το εύκολο γιατί δεν βλέπουμε μπροστά μας. Όταν σκεφτόμαστε κάτι νομίζουμε ότι το έχουμε κάνει. Ποτέ δεν προχωράμε στην υλοποίηση. Λέμε ‘το σκέφτηκα, είμαι έξυπνος, ας πάω να πιω έναν καφέ τώρα’. Δεν πάει έτσι όμως. Καθόλου έτσι.

Οι νέοι άνθρωποι έχουν ιδέες και μπορούν να κάνουν  πράγματα στην Ελλάδα. Ωστόσο υπάρχει ένα εργασιακό καθεστώς που τους ζητάει να δουλέψουν για 200, 300 και 400 ευρώ. Το ίδιο καθεστώς τους περιορίζει από το να είναι δημιουργικοί, φοβούμενοι τα όποια συμφέροντα. Υπάρχει επίσης έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης και φυσικά έλλειψη καλών συνθηκών εργασίας γενικότερα. Πώς αυτός ο άνθρωπος να ξεφύγει πέρα από αυτόν τον μικρόκοσμο;

Υπάρχουν κάποιες πρωτοβουλίες που βοηθάνε τα παιδιά να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα και να πάνε μπροστά με καινοτόμες ιδέες.

Στην Ελλάδα όμως κυριαρχεί και η κουλτούρα ότι δεν πρέπει να αποτύχουμε. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στη χώρα μας.

Άρα για να πετύχει κανείς πρέπει να φάει και σφαλιάρες.

Πρέπει. Αν δεν πάρει κανείς το ρίσκο να φάει σφαλιάρες δεν θα πετύχει τίποτα. Και τότε θα πει ‘δεν γίνεται’. Και δεν θα γίνει τίποτα. Φαύλος κύκλος είναι όλο αυτό. Και είμαστε έξυπνοι όταν βγάλουμε μυαλό. Δες μόνο τους Έλληνες στο εξωτερικό. Εγώ γεννήθηκα με έναν πατέρα που μου είπε: ‘Μπορείς να πετύχεις ό,τι θέλεις’. Κι όταν δεν πήγα καλά με σήκωσε, με βοήθησε. Και έκανα και πάλι προσπάθεια.

Επίσης στην Ελλάδα υπάρχει η κουλτούρα ‘συνεχίζω τη δουλειά που κάνει ο πατέρας μου’.

Ναι. Και όχι μόνο. Υπάρχει και η κουλτούρα που λέει: ‘Είσαι θεός. Είσαι ο καλύτερος του κόσμου. Μην δέχεσαι κάτι που είναι κάτω από ‘σένα. Να περιμένεις τη σωστή δουλειά’. Εγώ πρωτοδούλεψα όταν ήμουν 13 χρονών. Όχι γιατί ο πατέρας μου δεν είχε να μου δώσει λεφτά, αλλά επειδή και οι δύο είχαμε την αντίληψη που έλεγε ότι είναι καλό να έχουμε τα δικά μας λεφτά και ότι θα μας κάνει καλό και θα μάθουμε.

Δηλαδή, με βάση αυτά που μας λέτε, όλη η νέα γενιά πρέπει να αλλάξει χώρα; Να πάει να ζήσει στο εξωτερικό;

Σε καμία περίπτωση. Πρέπει να μείνει και να αλλάξει τα πράγματα εδώ. Δεν χρειάζεται εκατό χρόνια για να το καταφέρει κανείς. Έχουμε μέρες, ώρες, ο χρόνος τρέχει. Δεν περιμένεις να αλλάξει η κουλτούρα και η νοοτροπία.

Πρέπει ο καθένας μέσα του να καταλαβαίνει ορισμένα πράγματα, και μου δίνει τεράστια χαρά όταν κάποιοι μου γράφουν ότι είδαν κάτι από μένα και έκαναν κάτι αντίστοιχο ή αποτέλεσα παράδειγμα για εκείνους.

Πρέπει να φτιάξουμε ήρωες. Να φτιάξουμε βιτρίνα. Από όλους αυτούς που πάνε καλά.

Στην Ελλάδα μην ξεχνάτε ότι κυριαρχεί το βύσμα. Που αφήνει πίσω αυτούς που αξίζουν και προωθεί όσους δεν αξίζουν, θα σας απαντήσω εγώ, φέρνοντας τον αντίλογο.

Κάποιος που έχει κάτι να πει, θα σηκωθεί κάποια στιγμή και θα φύγει για να πάει καλά. Και χάνουμε κεφάλια. Χάνουμε....

Θυμάμαι όταν πήγα στο Κέμπριτζ πριν από ένα χρόνο και μίλησα στο πανεπιστήμιο, είχα σαράντα ανθρώπους στο αμφιθέατρο με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου. Με μία επιθυμία και έναν νόστο για την Ελλάδα.

Αυτό που μου έλεγαν οι φοιτητές ήταν: ‘Νοιώθουμε ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε, γιατί δεν θα μπορούμε να κάνουμε αυτά που θέλουμε’.

Το άκουγα να μου το λένε με τεράστια λύπη…

Πώς μπορεί λοιπόν να αλλάξει το καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας που επικρατεί;

Δεν υπάρχει μαγική συνταγή γι’ αυτό και σίγουρα δεν αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη. Δεν είναι εύκολο να σταματήσει μία κυβέρνηση αυτό το καθεστώς από τη μία στιγμή στην άλλη. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να βοηθήσουμε αυτούς που θέλουν να κάνουν κάτι, για να μπορέσουν να το κάνουν. Και μετά να πούμε την ιστορία τους.

Να φανεί σαν βιτρίνα για τους υπόλοιπους. Έμπνευση για τους υπόλοιπους. Οι Έλληνες δυστυχώς έχουν μία τάση. Όταν βλέπουν κάποιον να πηγαίνει καλά, τον μισούν. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Γιατί έχουμε ήρωες εδώ. Παράδειγμα, ο τύπος που έφτιαξε το Τaxibeat. Και έχει εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο. Ή ο άλλος που έφτιαξε το Daily Secret και τώρα λειτουργεί σε 75 χώρες του κόσμου. Ήρωες είναι αυτοί. Όπως και ο άλλος που φτιάχνει τα γυαλιά από ξύλο στη Σύρο. Ή μία κοπέλα που φτιάχνει εξαιρετικό λάδι με πολύ ωραία συσκευασία και το πουλάει στη Νέα Υόρκη για 40-45 δολάρια. Ο Γεροβασιλείου με τα κρασιά είναι ένας από αυτούς. Πουλάει κρασιά με 120 δολάρια το μπουκάλι στη Νέα Υόρκη.

Εγώ λέω ‘ναι!’.

Γιατί όταν οι άλλοι βλέπουν ότι αυτός μπορεί να τα καταφέρει, το πιστεύουν κι εκείνοι με τη σειρά τους. Ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι ανάλογο.

Ναι, αλλά αυτό που μου λέτε είναι ότι πρέπει να φύγουμε από την Ελλάδα και να πάμε στο εξωτερικό.

Πρέπει να δούμε τα όριά μας. Όχι να γίνουμε Γερμανοί, αλλά να βλέπουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Να δημιουργήσουμε μία θέση για μας στον κόσμο. Και ο άλλος το θέλει, το γουστάρει και θέλει να το αγοράσει.

Παράδειγμα ο Καλομπάρης ο master chef στην Αυστραλία. Πέρυσι έκανε ένα γεύμα εκεί προς τιμήν του Γεροβασιλείου. Και αυτό που είπε στους ξένους καλεσμένους του ήταν ότι: ‘Όταν σκεφτόμαστε την ελληνική κουζίνα το πρώτο πράγμα που μας έρχεται είναι ο γύρος και η ρετσίνα. Θα σας δείξω όμως κάτι σήμερα που πάει πολύ πέρα από αυτό’.

Αυτό που έκανε ήταν να προσφέρει ένα προϊόν με βαθιές ελληνικές ρίζες και όχι κάτι σχετικό με εκείνους. Διατηρώντας τη βάση και την ταυτότητα του προϊόντος, προσπάθησε να φέρει τη δική του κουλτούρα μπροστά στους ξένους χωρίς να την αλλοιώσει.

 

*Ακολουθεί και το δεύτερο μέρος της συνέντευξης προσεχώς στο news.gr