Του Γιώργου Λαμπίρη
Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, ο 'πολύς' Τζιάνι Βερσάτσε, εισχωρεί από τα εφηβικά του χρόνια στην επιχείρηση της μητέρας του, η οποία είχε φτιάξει ένα μικρό εργαστήριο μοδιστρικής. Λίγο αργότερα, το 1972, η τύχη φέρνει τον μετέπειτα μετρ της υψηλής ραπτικής στο Μιλάνο, όπου πήγε για να σπουδάσει αρχιτεκτονική, να εργάζεται σε ιταλική φίρμα έτοιμων ενδυμάτων ως μαθητευόμενος μόδιστρος.
Το 1978 παρουσιάζει την πρώτη δική του συλλογή casual γυναικείων ρούχων, έχοντας ήδη εργαστεί ως ελεύθερος επαγγελματίας και σχεδιάζοντας κατά παραγγελία. Φτιάχνοντας δηλαδή ρούχα sur mesure (σε ελεύθερη μετάφραση: ραμμένα πάνω στον πελάτη), μια ασχολία ιδιαίτερα επικερδή για τον Ιταλό μόδιστρο.
Η τάση του ρούχου κατά παραγγελία έδειχνε, να λυγίζει τις τελευταίες δεκαετίες υπό το βάρος της πλήρους εκβιομηχάνισης των ενδυμάτων σε συνδυασμό με τα πολύ φθηνά εργατικά χέρια, γεγονός που απέφερε υπερκέρδη στις κραταιές επιχειρήσεις του κλάδου.
Ένας 34χρονος εκμεταλλεύτηκε την οικονομική κρίση, ράβοντας κατά παραγγελία
Παρόλ' αυτά, ένας νέος άνθρωπος, ο Κώστας Πρέντζας, εκμεταλλεύτηκε την παρουσία της οικογένειάς του στο χώρο του ενδύματος. Έτσι, αποφάσισε να σχεδιάζει ρούχα sur mesure. Στην επιλογή του αυτή τον βοήθησε, όπως λέει ο ίδιος και η οικονομική συγκυρία. “Έβλεπα μεγάλες εταιρείες, γνωστές ετικέτες στο χώρο, να κλείνουν ή να αποσύρουν από την Ελλάδα αντιπροσωπείες. Εγώ αποφάσισα, δεδομένου ότι οι γονείς μου είχαν ιδρύσει την επιχείρηση παραγωγής ενδυμάτων από το 1964, να την διατηρήσω ζωντανή και να την εξελίξω”.
“Παρατηρώντας ότι ήταν δύσκολο να δουλέψει κανείς, εμπορευόμενος έτοιμα ενδύματα που απαιτούσαν στοκ εμπορευμάτων, αποφάσισα να φέρνω υφάσματα και να ράβω κατά παραγγελία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του κάθε πελάτη”, εξηγεί ο Κώστας.
Συνεχίζοντας την οικογενειακή επιχείρηση...
Αν και μόλις 34 ετών ο Πρέντζας συνέχισε την οικογενειακή παράδοση. Το πρώτο μαγαζί της οικογένειας έντυσε πολλούς Αθηναίους. παλαιότερα. Ακολούθησε η μαζική παραγωγή για να καταλήξει ο ίδιος εκεί απ' όπου ξεκίνησε κάποτε ο πατέρας του. Έτσι δημιούργησε τη Sur Mesure, μια επιχείρηση που ασχολείται με τη δημιουργία ρούχων κατά παραγγελία.
(O παρουσιαστής, Δημήτρης Ουγγαρέζος με κοστούμι σχεδιασμένο από τον Κώστα Πρέντζα)
“Θυμάμαι χαρακτηριστικά, σε μία συζήτηση μαζί του, να μου λέει ότι στην εποχή του έραβε κοστούμια για ανθρώπους που εργάζονταν σε δημόσιες υπηρεσίες. Άνθρωποι, οι οποίοι πλήρωναν τα ρούχα που παράγγελναν σε δόσεις”, λέει ο Κώστας.
“Οι περισσότεροι έραβαν γιατί δεν υπήρχε το βιομηχανοποιημένο ένδυμα. Αργότερα, για να ξεφύγουν οι επιχειρηματίες από το υψηλό κόστος του sur mesure και για λόγους ταχύτητας ξεκίνησαν να φτιάχνουν πατρόν για να οδηγηθούμε στην πλήρη εκβιομηχάνιση του ενδύματος”, λέει ο ίδιος.
"Οι παλιοί ράφτες φοβούνταν μην τους κλέψουν τα σχέδια"
“Ο κόσμος σταμάτησε να ράβει και το sur mesure άρχισε να απευθύνεται κυρίως στους οικονομικά ευκατάστατους, καθότι ήταν πολύ ακριβό να φτιάξει κάποιος πουκάμισο ή κοστούμι. Σήμερα, ελάχιστοι έχουν κληροδοτήσει την τέχνη στους απογόνους τους. Τόσο λόγω τις ιδιαιτερότητας και της δυσκολίας που παρουσιάζει η συγκεκριμένη δουλειά, όσο και επειδή οι παλιοί ράφτες φοβούνταν να μην τους κλέψουν τα σχέδια και δύσκολα φανέρωναν τα μυστικά τους στους νεότερους”.
Ο Κώστας είδε να δημιουργείται η ανάγκη για ειδική παραγγελία ενδυμάτων και παράλληλα να μειώνεται ο ανταγωνισμός.
Παρά το γεγονός ότι σπούδασε στον τομέα του μάρκετινγκ και των πωλήσεων, από παιδί βρισκόταν κοντά στον πατέρα του. Ανάμεσα σε κλωστές και καλοφτιαγμένα κουτιά που περίμεναν να φιλοξενήσουν ένα καινούργιο κοστούμι. Συνηθισμένος να ακούει τον ήχο της ραπτομηχανής, καθώς εκείνη έτρεχε πάνω στο πολύτιμο ύφασμα, μεταμορφώνοντάς το από μία απλή επιφάνεια, σε κομψό άψογα 'ζυγισμένο' ρούχο. Εναρμονισμένο με τις απαιτήσεις της μόδας και την... έμπνευση του πελάτη.
Σε ποιους απευθύνεται
“Κάποιος που θέλει να επιμεληθεί το ντύσιμό του ή το τι γιακά θέλει να φορέσει ή να βάλει το μονόγραμμά του, θα έρθει να ράψει sur mesure. Ένα κλασικό μονόχρωμο πουκάμισο με μονόγραμμα μπορεί να στοιχίσει γύρω στα 50 ευρώ. Στα κοστούμια πάλι, οι τιμές εξαρτώνται από το πανί. Αναλογιστείτε ότι μόνο η ραφή κοστίζει 400 ευρώ. Τα υφάσματα μπορεί να ξεκινούν από 20 ευρώ το μέτρο έως και 500 ευρώ, ανάλογα με την επιθυμία του πελάτη”, εξηγεί..
Ίσως βέβαια να αναρωτηθείτε ποιοι είναι εκείνοι που θα προτιμήσουν να ράψουν ένα ρούχο σήμερα.
Ο Κώστας υποστηρίζει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν τη συγκεκριμένη λύση...
“Το κοινό είναι άνθρωποι με δυσανάλογο σώμα, που δεν τους καλύπτουν τα ρούχα του εμπορίου. Επίσης, άνθρωποι που πρόκειται να παντρευτούν, καθώς είναι μία πολύ προσωπική στιγμή και θέλουν να την επιμεληθούν από κάθε άποψη. Άτομα του επιχειρηματικού κόσμου. Κυρίως όμως απευθύνεται σε πιο ευκατάστατο κοινό. Παρόλ' αυτά αν κάποιος θέλει να ράψει ένα καλό πουκάμισο δεν θα χρειαστεί να ξοδέψει πολλά χρήματα”.
Ακόμα και μεγάλοι οίκοι πωλούν υφάσματα για ραφή κοστουμιών με το κομμάτι
Περιγράφει μια τάση που ξεκίνησε το τελευταίο διάστημα σε όλη την Ευρώπη. “Ξεκινάει από κορυφαίους οίκους ραπτικής. Από τον Zegna μέχρι και πολλούς ακόμα, οι οποίοι διαθέτουν βιβλίο, απ' το οποίο μπορεί ένας ράφτης να διαλέξει μία ποσότητα υφάσματος για να ράψει ένα μόνο κοστούμι”.
Ακολουθώντας και ο ίδιος τον κανόνα όσων ασχολούνται με την περιποίηση των άλλων, παραδέχεται ότι συνήθως δεν φοράει τα ρούχα που φτιάχνει, παραμελώντας κάποιες φορές τον εαυτό του ή επιλέγοντας να ντυθεί πιο απλά.
“Θέλω να προσέξω αυτόν που έχω απέναντί μου. Να του βρω ένα κουμπί πολύ ιδιαίτερο, μια ραφή που θα κάνει αντίθεση. Έτσι συνήθως μένει ελάχιστος χρόνος για να ασχοληθώ με τον εαυτό μου”.
Προσπαθώντας να αναλύσει τη σχέση του με το ρούχο την παρουσιάζει ιδιαίτερη, σχεδόν καρμική...
“Είχα πολύ καλή σχέση με το ρούχο από μικρός. Είναι στο DNA μου η κατασκευή ενδυμάτων. Μερικές φορές δεν έχεις επιλογή όταν μεγαλώσεις και βρίσκεσαι συνεχώς σε επαφή με κλωστές και υφάσματα, κουμπιά και κουτιά. 'Ποτίζεις' από όλο αυτό”.
Ο Κώστας Πρέντζας εκμεταλλεύτηκε τις οικογενειακές του καταβολές. Με διάθεση να προχωρήσει ένα βήμα παρακάτω. Έχοντας εργαστεί σε αρκετές επιχειρήσεις ενδυμάτων, αποφάσισε κάποια στιγμή να ασχοληθεί με αυτό που είχε μπροστά του. Τη δική του επιχείρηση. Μειώνοντας το ρίσκο μιας μεγάλης παραγγελίας που ίσως να μην πουληθεί ποτέ και επιδιώκοντας να δημιουργήσει κάτι ξεχωριστό, ανάλογα με την προσωπικότητα του κάθε πελάτη. Για όσους έχουν, όπως λέει εκείνος, το μεράκι και την υπομονή, να φτιάξουν κάτι που να διαφέρει από τα υπόλοιπα.