Την περασμένη εβδομάδα είδαμε αναρίθμητες εκπλήξεις στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Αυστραλίας και η κεντρική τράπεζας της Νότιας Κορέας προχώρησαν σε μειώσεις επιτοκίων. Πραγματοποιείται μια τεράστια, παγκόσμια προσπάθεια – και ανταγωνιστική- για τη διοχέτευση στήριξης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Αγγλίας "υστερεί". Πρόκειται για επικίνδυνη θέση για μια χώρα που βρίσκεται ακόμα στα πρόθυρα μιας τριπλής ύφεσης με σημαντική έκθεση στην Ευρωζώνη. Δεδομένου του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος, θα πρέπει να σκεφτούμε την πιθανότητα η BoE τελικά να αποσύρει την αποστροφή της σε μια παρέμβαση και να προχωρήσει σε ένα ανταγωνιστικό πρόγραμμα στήριξης. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η αγορά δεν έχει προετοιμαστεί για μια σημαντική μεταβολή στην πολιτική της BoE σε αυτή τη συνεδρίαση. Μια μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης ή μια αύξηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων κατά 25 με 50 δισ. στερλίνες θα συνιστούσε απρόσμενη απόφαση. Το πραγματικό "εισιτήριο" για μια μεταβολή στη στερλίνα θα ήταν ένα προοδευτικό πρόγραμμα στήριξης ανοιχτού χρονικού ορίζοντα.
Το ευρώ ενισχύθηκε από το 1,3000
Μετά τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα, η άμεση ανησυχία ήταν ότι η πρωτοβουλία αυτή δεν θα είχε απτά αποτελέσματα στην οικονομία. Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα μπορεί να μην περιοριστεί σε αυτό. Σύμφωνα με δημοσίευμα της "Die Welt", η ΕΚΤ εξέτασε ακόμα και την πιθανότητα αγοράς τίτλων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (Asset Backed Securities (ABS) προκειμένου να διοχετεύσει χρήματα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η πιθανή κλιμάκωση της παροχής στήριξης παραβλέφθηκε από το EURUSD, το οποίο ακολούθησε ράλι από το επίπεδο του 1,3000 μετά και τα θετικά στοιχεία βιομηχανικής παραγωγής στη Γερμανία.