Παρά τις κερδοσκοπικές επιρροές από τις χθεσινές ανακοινώσεις του ΑΕΠ δ' τριμήνου στις ΗΠΑ και της απόφασης της Fed για τα επιτόκια, δεν υπήρξε σημαντική μεταβολή ούτε στις τάσεις ρίσκου ούτε στο δολάριο. Ο δείκτης δολαρίου Dow Jones FXCM Dollar Index (ticker = USDollar) μετά τη δραματική πτώση την Τρίτη από τα υψηλά έξι μηνών, έκλεισε ελαφρώς σε υψηλότερα επίπεδα κατά τη χθεσινή συνεδρίαση. Από τα υπόλοιπα νομίσματα, αξιόλογη ήταν η απόδοση του ελβετικού φράγκου και του ευρώ.
Το αμερικανικό ημερολόγιο πρόσφερε χθες δύο σημαντικές ανακοινώσεις που μπορούν να ταρακουνήσουν τις αγορές ως προς τις τάσεις ρίσκου και ως προς τη στήριξη της οικονομίας. Αρχικά, ανακοινώθηκε η πρώτη μέτρηση του ΑΕΠ δ' τριμήνου στις ΗΠΑ με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις να μιλούν για επιβράδυνση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο από το 3,1% στο 1,1% σε ετήσια βάση. Η πραγματική μέτρηση έδειξε συρρίκνωση στο -0,1%. Η θετική πτυχή της ανακοίνωσης ήταν ότι η σημαντική πτώση του ΑΕΠ προήλθε μέσω της μεγαλύτερης υποχώρησης στις αμυντικές δαπάνες των τελευταίων 40 ετών και της επιβράδυνσης στην αύξηση των αποθεμάτων.
Η δεύτερη ευκαιρία για το δολάριο και τις αγορές ευρύτερα προήλθε από την απόφαση νομισματικής πολιτικής της FOMC, ένα μήνα μετά την ανακοίνωση πρόσθετων αγορών τίτλων στο πλαίσιο του προγράμματος QE3. Δηλαδή μηνιαία στήριξη ύψους 85 δισ. δολαρίων μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να υποχωρήσει στο 6,5% και/ή ο πληθωρισμός να επιστρέψει στο 2,5%. Ήταν απίθανο να ανακοινωθεί κάτι επιπλέον αν και υπήρξαν προσδοκίες για ένα χρονοδιάγραμμα είτε σταδιακής απόσυρσης είτε ολοκλήρωσης των μέτρων στήριξης μέσω δηλώσεων αξιωματούχων ή μέσω της διαδικασίας της ψηφοφορίας. Πράγματι, ένα νέο μέλος του συμβουλίου διαχώρισε τη θέση του (κατά της συνέχισης του προγράμματος στήριξης), χωρίς, όμως, να επηρεάσει το δολάριο.
Θα μπορούσαν να δοθούν πολλές εξηγήσεις για την απουσία καταλύτη στις δύο χθεσινές ανακοινώσεις, αυτό, όμως, που ξεχωρίζει είναι η απουσία μεταβλητότητας, κάτι ασυνήθιστο δεδομένης της σύνδεσης του ρίσκου με τα θέματα που σχετίζονται με τη στήριξη της οικονομίας. Αυτό μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι έχει «παγώσει» η συμμετοχή των επενδυτών.